Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κωπεών

См. также в других словарях:

  • κωπεών — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωπέων — Κώπαι fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπέων — κώπη handle fem gen pl (epic ionic) κωπάω pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κωπέω furnish with oars pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κωπεύς pieces of wood fit for making oars masc gen pl κωπέω̆ν , κωπεύς… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπεῶνες — κωπεών masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπεῶνος — κωπεών masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπεώνας — ο (Α κωπεών, ῶνος) νεοελλ. 1. χώρος όπου φυλάγονται κουπιά 2. συνεργείο για κατασκευή κουπιών αρχ. κωπεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + περιληπτ. κατάλ. εών (πρβλ. ανθ εών, κεγχρ εών)] …   Dictionary of Greek

  • κώπη — η (AM κώπη) το κουπί αρχ. 1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι 2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ ἔνδεκα κώπαις» συνοδεύω με όλες τις τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω* και με λατ. capulus «κουπί». ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • σταβατίνης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κωπεών, κωπεύς» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»