-
1 ταράξω
ταράσσωstir: aor subj act 1st sgταράσσωstir: fut ind act 1st sgταράσσωstir: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
2 ταράσσω
τᾰράσσω, Pi.O.2.63, etc.; [dialect] Att. [suff] τᾰράξ-ττω Ar.Eq. 902; also [full] θράσσω (q.v.): [tense] fut. ταράξω ib. 358, etc.: [tense] aor.Aἐτάραξα Od.5.291
, ([etym.] συν-) Il.1.579, 8.86: [tense] plpf.συν-ετεταράχει D.C.42.36
: [dialect] Ep. [tense] pf. in pass. sense τέτρηχα (v. infr. 111):—[voice] Pass., [tense] fut.ταραχθήσομαι Men.858
(prob.), Epict.Ench.3, etc.; [voice] Med. ταράξομαι in pass. sense, Th.7.36, X. Cyr.6.1.43: [tense] aor. (anap.), etc.: [tense] pf. τετάραγμαι ib. 388 (anap.), etc.:—stir, trouble, in a physical sense, σύναγεν νεφέλας ἐτάραξε δὲ πόντον [Ποσειδῶν] Od.5.291;κύμασιν ταράσσεται πόντος Archil.54
, cf. Sol.54;τ. πέλαγος ἁλός E.Tr.88
, cf. 692;ὁμοῦ τ. τήν τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν εἰκῇ Ar.Eq. 431
;τ. καὶ κυκᾶν Id.Ach. 688
(troch.), Eq. 251 (troch.); οὐ χθόνα ταράσσοντες troubling not the earth (by ploughing), Pi. l.c.;βροντήμασι.. κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω A.Pr. 994
; τ. φάρμακον perh. mix, Luc.Lex.4, cf. Amips. 18: metaph., φωνὰν ταρασσέμεν to wag the tongue, Pi.P.11.42; πάντα τ., of a speaker, jumble up, D.19.93;τὴν τῶν πραγμάτων διδασκαλίαν Gal.15.185
.2 trouble the mind, agitate, disturb, ; δεινὰ (adverbial) τ. [με] S.OT 483 (lyr.);ὅταν ταράξῃ Κύπρις ἡβῶσαν φρένα E.Hipp. 969
, cf. Fr.1079.4;Νικίαν ταράξω Ar.Eq. 358
(troch.);τ. καρδίαν E.Ba. 1321
; esp. of fear, A.Ch. 289, Ar.Eq.66, etc.; ἄν τις φόβος τ. X.Mem.2.4.6;τὸ σῶμα τ. τὴν ψυχήν Pl.Phd. 66a
, cf. 103c; soτ. γλῶσσαν E.IA 1542
: abs., cause confusion, Pl. R. 564b, Hp.Mi. 373b:—[voice] Pass., Id.Phd. 100d, etc.; ;διά τι D.4.3
;ταράσσομαι φρένας S.Ant. 1095
; ὄμμα σὸν τ. E. Or. 253.3 of an army, etc., throw into disorder, Hdt.4.125, 9.51, etc.; :—[voice] Pass., to be in disorder, Id.4.125, 129, 8.16, Th.4.25, X.Cyr.2.1.27, etc.; ἐν σφίσιν αὐτοῖς τ. Th.7.67.b metaph., rout or upset, κριτήριον τ. Demetr.Lac.Herc.1012.38 (perh. variant of Epicur.Sent. 24):—[voice] Pass.,λόγου ταραχθέντος Phld.Rh.1.136
S.;εἰ τὰ σημεῖα ταραχθείη Gal.6.262
.4 τ. τὴν γαστέρα cause relaxation of the bowels, of purges, Hp.Nat.Mul.12, cf. Acut.56, Arist.Pr. 864b23, Gal.15.667:—[voice] Pass.,ἐταράχθης τὴν γαστέρα Ar.Nu. 386
(anap.);τὸ πνεῦμα Gal.15.903
; more generally,τεταραγμένον σῶμα Sor.1.105
.5 freq. of political agitation,τ. τὴν πόλιν Ar.Eq. 867
; τὰ πράγματα ib. 214:—[voice] Pass., to be in a state of disorder or anarchy, ἐν ἀλλήλοις τ. Th.2.65, cf. D.2.14, Ptol.Tetr. 164.6 ταράττεσθαι ἐπὶ τῶν ἵππων to be shaken in one's seat on horseback, X. Cyr.5.2.17.7 Math., τεταραγμένη ἀναλογία disturbed proportion, Euc.5Def.18, Archim.Sph.Cyl.2.4.II stir up, metaph., τ. νεῖκος, πόλεμον, S.Ant. 794 (lyr.), Pl.R. 567a; ;ἡλίκα πράγματα ταράξασα D.18.153
, cf. X.An.5.10.9;τ. δίκας τινὶ πρός τινας Plu.Them.5
:—[voice] Pass.,πόλεμος ἐταράχθη D.18.151
;γόος.. ταραχθείς A.Ch. 331
(lyr.).III exc. in the places mentioned, Hom. uses only intr. [tense] pf. τέτρηχα, to be in disorder or confusion, be in an uproar,τετρήχει δ' ἀγορή Il.2.95
;ἀγορὴ τετρηχυῖα 7.346
; soτετρηχυῖα θάλασσα AP7.283
(Leon.);τετρηχότος οἴδματος A.R.1.1167
;τετρηχότα βῶλον Id.3.1393
;τετρηχότι νώτῳ Nic.Th. 267
; but ἐκ σέθεν.. ἄλγεα.. τετρήχασι cruel woes arise, A.R. 4.447, cf. 3.276, Philet.7; in Nic.Th.72 τετρήχοντα κλήματα is f.l. for δὲ τρήχοντα. (Alexandrine and later Poets seem to have thought erroneously that τέτρηχα = to be rough (cf. τραχύς).) ( ταράχψω from ταραχ-ή, τάραχ-ος and these from Θᾰρᾰχ-: cogn. with θράσσω from θρᾱχ-ψω of which the [dialect] Ion. [tense] pf. is τέτρηχα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταράσσω
-
3 καχρυφόρος
καχρῠφόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καχρυφόρος
См. также в других словарях:
ταράξω — ταράσσω stir aor subj act 1st sg ταράσσω stir fut ind act 1st sg ταράσσω stir aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράξιππος — Μυθολογικό δαιμόνιο της Ολυμπίας, που όπως πιστευόταν κατοικούσε σε χωμάτινο βωμό προς την έξοδο του ιπποδρόμου. Για να τον εξευμενίσουν οι ηνίοχοι του προσέφεραν θυσίες. Πολλοί υποστήριζαν ότι ο Τ. ήταν το πνεύμα του Ωλένιου ή του Δαμέωνα, που… … Dictionary of Greek
ταραξάνδρα — ἡ, Α (ως ονομασία μιας Σίβυλλας) γυναίκα που σκανδαλίζει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ τού ταράσσω (πρβλ. μέλλ. ταράξω, τάραξις) + ανδρα (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. καλεσ άνδρα] … Dictionary of Greek
ταραξάρχης — ὁ, ΜΑ πρωταίτιος ταραχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ τού ταράσσω (πρβλ. μέλλ. ταράξω, τάραξις) + άρχης*] … Dictionary of Greek