-
1 συνέπιπτε
συνέπῑπτε, συμπίτνωfall: imperf ind act 3rd sg -
2 συμ-πίπτω
συμ-πίπτω (s. πίπτω), zusammenfallen, -stoßen, -treffen; bes. im Kampfe, handgemein werden, σύν ῥ' ἔπεσον, Il. 7, 256. 21, 387; u. von zusammenstoßenden Winden, σὺν δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἔπεσε, Od. 5, 295; συμπεσεῖν αἰχμᾷ, Pind. I. 3, 69; Her. 1, 215; εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσὼν μάχης, Soph. Trach. 20, vgl. Ai. 462; u. εἰς νεῖκος, Her. 9, 55; πολλῆς ἔριδος συνέπεσε κλύδων, Eur. Hec. 118; auch ναῠς λάβρῳ κλύδωνι συμπεσοῠσα, I. T. 1393; ξυμπεσούσης νηῒ νεώς, Thuc. 7, 63; – zusammentreffen, übereinstimmen, ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου, Eur. Troad. 1036; Her. absol., 9, 101; ὥςτε συμπεσέειν τὸ πάϑος τῷ χρηστηρίῳ, 6, 18. 7, 151; – zusammen einstürzen, πόλιν ὑπὸ σεισμοῠ ξυμπεπτωκυῖαν, Thuc. 8, 41; zusammenfallen, Plat. Phaedr. 245 e; ξυμπ εσὸν σῶμα, Phaed. 80 c, wie πρόςωπον συμπεπτωκός, ein zusammengefallenes, eingefallenes Gesicht, das durch Krankheit abgemagert ist, Jac. Philostr. imagg. p. 674; – συνέπεσε τῷ στρατηγῷ πρὸς τὰ γόνατα, fiel ihm zu Füßen, Pol. 39, 3, 1; – zu gleicher Zeit sich ereignen, sich zutragen, sich treffen, τοῖσιν αὐτουργίαι ξυμπέσωσιν μάταιοι, Aesch. Eum. 322; Ἀρισταγόρῃ δὲ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῠ χρόνου πάντα ταῠτα συνελϑόντα, Her. 5, 36; πλεῖστοι κίνδυνοι εἰς τὸν αὐτὸν χρόνον, Isocr. 4, 71; καϑ' ἡμέραν, 2, 91; ἄλλα παϑήματα ξυμπίπτει, Plat. Polit. 270 d; ἡ μνήμη ταῖς αἰσϑήσεσι ξυμπ ίπ τουσα εἰς ταὐτόν, Phil 39 a; ἐν ᾑ συμπέπτωκεν ἅμα τό τε ποιεῖν καὶ τὸ ἐπίστασϑαι χρῆσϑαι το ύτῳ, Euthyd. 289 b, vgl. Rep. V, 473 d; – u. imperson., συνέπιπτε γὰρ καὶ τὸν ἐστιγμένον ἀπῖχϑαι, Her. 5, 35, u. mit folgdm ὥστε, 8, 15. 132. 141; ξυνέπεσε τὸν κήρυκα κηρῠξαι, Thuc. 4, 68. – Uebertr., hineingerathen in einen Zustand, verfallen in Etwas, κακοῖς τοιοῖςδε συμπεπτωκότα, Soph. Ai. 424, συμπίπτει φόνῳ, O. R. 113, und umgekehrt, ἀσϑένειά τις αὐτῷ συνέπεσεν, Plat. Tim. 17 a, ξυνέπεσεν εἰς τοῠτο ἀνάγκης, Thuc. 1, 49.
-
3 συμπίπτω
Aσυμπίπτεσκον Emp.59
:—fall together, meet violently, of winds,σὺν δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἔπεσον Od.5.295
; of two champions beginning to fight, fall to, fight hand to hand,σύν ῥ' ἔπεσον Il.7.256
, 21.387; opp. distant fighting, , cf. 5.112, Pi.I.4(3).51(69), Luc.Tox.36; ἐς νείκεα ς. Hdt.3.120, 9.55; of a hound,σὺν δὲ πεσών PCair.Zen.532.7
(iii B.C.): c. dat. pers.,ξυμπεσὼν μόνος μόνοις S.Aj. 467
;εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσών Id.Tr.20
;σ. πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
;εἰς μάχην θηρίῳ D.S.3.35
;ἀντίοι σ. τοῖς ὑποζυγίοις Plb.3.51.5
; of ships, λάβρῳ κλύδωνι ς. E.IT 1393;ξυμπεσούσης νηΐ νεώς Th.7.63
;ξ. πρὸς ἀλλήλας τὰς ναῦς Id.2.84
.2 generally, fall in with, meet with, esp. with accidents or misfortunes, c. dat. rei,ἀσιτίῃσι Hdt.3.52
; ;κακοῖς τοιοῖσδε Id.Aj. 429
; but simply, fall in with, meet, τινι UPZ62.10 (ii B.C.), PTeb.58.56 (ii B.C.).II of accidents, ailments, symptoms, events, fall upon, happen to, (lyr.);ἐάν ποτέ σοι σ. καιρός Isoc.1.32
;εὐπαιδίας τυχεῖν ἅμα καὶ πολυπαιδίας.. καὶ τοῦτ' αὐτῷ συνέπεσεν Id.9.72
; ἀσθένεια, νοσήματα σ. τινί, Pl.Ti. 17a, 82c; συμπίπτει τοῖσι πλείστοισι τοιάδε· ἐρυθήματα προσώπου κτλ. Hp.Acut. (Sp.) 6;πάθη D.26.18
;ἡμῖν σ. πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς φιλία Pl.Lg. 698c
;σ. τι ἔς τινας Hdt.7.137
.2 abs., happen, occur,τῆς αὐτῆς ἡμέρης συμπιπτούσης τοῦ τε ἐν Πλαταιῇσι καὶ τοῦ ἐν Μυκάλῃ.. τρώματος Id.9.100
;τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων Lys.19.24
;τῶν κακῶν τῶν σ. Philem.101
.[4]; of heavenly bodies, coincide, Vett.Val.190.9 (sed leg. συνεμπέσῃ).3 c. part., like τυγχάνω, καὶ τόδε ἕτερον συνέπεσε γενόμενον Hdt.9.101;συνεπεπτώκεε ἔρις ἐοῦσα Id.1.82
;Ἀρισταγόρῃ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῦ Χρόνου πάντα ταῦτα συνελθόντα Id.5.36
; but part. is sts. omitted, ἐὰν ἴσοι συμπέσωσιν (sc. ὄντες) Arist.Pol. 1318a39.4 freq. impers. or with neut. pron., it happens, comes to pass, folld. by inf.,τόδε σφι ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι Hdt.1.139
; by ὥστε c. inf., Id.8.15, 132, 141; ξυνέπεσεν ἐς τοῦτο ἀνάγκης ὥστε .. matters came to such a pass that.., Th.1.49: or c. acc. et inf., συνέπιπτε [ αὐτὸν]ἀπῖχθαι Hdt.5.35
, cf. Th.4.68, etc.;πρὸ ρκ' ἐτῶν συνέπεσε κατ' αὐτὰς τὰς Χειμερινὰς τροπὰς ἄγεσθαι τὰ Ἴσια Gem.8.21
: c. dat. et inf.,ὅσαις ἂν.. συμπέσῃ ἐμέσαι Arist.HA 588a1
;ὅταν ἀτυχεῖν σοι συμπέσῃ τι Philippid.18
; (Tegea, iv B.C.): abs., ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀπὸ τύχης, διὰ τύχην ς., Arist.Cael. 289b22, Rh. 1385b2, Pol. 1270b20; τὰ συμπίπτοντα one's lot or fortune, E.Fr. 572, cf. lsoc.2.35;πρὸς τὸ συμπῖπτον ἀεὶ διατάττων X.Cyr.8.5.16
; τὸ συμπεσόν the incident, Arist.Pol. 1284a32;καθάπερ ἐν κατάρροις ἐνίοτε συμπίπτει Gal.16.527
, cf. 18(2).185, al.III coincide, agree or be in accordance with,σ. τούτοισι τόνδε τὸν λόγον Hdt. 7.151
; ὥστε σ. τὸ πάθος τῷ χρηστηρίῳ turned out in accordance with it, Id.6.18: abs., agree by chance, Id.2.49; εἰς ταὐτὸν ς. agree in one, Pl. Tht. 160d, R. 473d, etc.; ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου have come to exactly the same point with me, E.Tr. 1036.IV fall together, i.e. fall in, esp. of a house,συμπίπτει στέγη Id.HF 905
;πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα Th.8.41
;οἰκία σ. X.An.5.2.24
; φοβουμένη μὴ συμπέσῃ [ τὸ ἰσιεῖον] PEnteux.6.3 (iii B.C.); esp. of the vessels of the body, fall in, collapse, Hp.Off.13, Sor.1.16, al.;οἱ κρόταφοι συμπίπτουσι Gal.18(2).29
; μυκτῆρες συμπεπτωκότες, opp. ἀναπεπταμένοι, X.Eq.1.10; σῶμα συμπεσόν a frame fallen in or emaciated, Pl.Phd. 80c; ὀφθαλμοὶ ς. Arist.HA 561a21;αἱ κοιλίαι σ. τοῦ νέφους Id.Pr. 940b31
, al.; of plant-structures, Thphr.CP1.4.4; collapse, of animals, PSI6.584.25 (iii B.C.); of the heart, contract, Ruf.Syn.Puls.3.6; συνέπεσε τῷ προσώπῳ his face fell, LXX Ge.4.5; τὸ πρόσωπον συνέπεσεν ib.1 Ki.1.18; - πέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ μερίμνης ib.1 Ma.6.10.2 σταφυλὴ λευκὴ συμπεπτωκυῖα dried grapes, Aët.9.30; πάντα δεδομένα κρέα συμπεπτωκότα ἔστω μέχρι δυοῖν ἡμερῶν hung, ibid.V fall together, fall into the same line, σ. ἐπ' ἀλλήλων ὑπὸ στενοχωρίας impinge one on another, Pl.Tht. 195a; converge, meet,τὸ τὰς παραλλήλους σ. οἴεσθαι Arist.APo. 77b23
, cf. Euc.1Def.23, Archim.Spir.20, al.; οἱ πόροι παρ' ἀλλήλους εἰσὶ καὶ οὐ ς. Arist.HA 495a15; of the sides of a triangle, Plb.2.14.5; of a river,σ. τῷ Κηφισῷ Plu.Sull.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπίπτω
-
4 πεζο-μαχία
πεζο-μαχία, ἡ, Schlacht zu Fuße oder zu Lande; συνέπιπτε ὥςτε τὰς ναυμαχίας γίνεσϑαι ταύτας καὶ τὰς πεζ., Her. 8, 15; Thuc. 1, 23. 7, 62; Pol. 5, 69, 7 u. Folgde, wie Luc. V. H. 1, 18.
-
5 ξυμπιπτω
(fut. συμπεσοῦμαι, aor. 2 συνέπεσον, pf. συμπέπτωκα)1) вместе падать, сразу обрушиватьсяσὺν δ΄ Εὖρός τε Νότος τε πέσον Hom. — сразу ринулись Эвр и Нот;
σ. ἔς τινα Her. — (о гневе) обрушиваться на кого-л.2) бросаться друг на друга, сталкиватьсяσύν ῥ΄ ἔπεσον λείουσιν ἐοικότες Hom. — они бросились друг на друга подобно львам;
τὰ στρατόπεδα συμπεσόντα Her. — устремившиеся друг на друга войска;σ. τινί Xen., Soph., Polyb. и πρός τινα Thuc., Plut. или σ. εἰς ἀγῶνά τινι Soph. — вступать в бой с кем-л.;ξυμπεσούσης νηῒ νεώς Thuc. — когда один корабль завяжет сражение с другим3) наталкиваться, попадать, оказыватьсяσ. κλύδωνι Eur. — попадать в бурное течение;
τοῖς κακοῖς σ. Soph. — становиться жертвой несчастий;ἀσιτίῃσι συμπεπτωκώς Her. — изголодавшийся;σ. τῷ φόνῳ Soph. — пасть от руки убийцы4) (одновременно) случаться, приключаться(ἀσθένειά τις αὐτῷ συνέπεσεν Plat.)
καὴ τόδε ἕτερον συνέπεσε γενόμενον Her. — случилось еще и вот что;συνέπιπτε τοιοῦτο, ὥστε … Her. — вышло так, что …;καὴ τόδε ἄλλο (τοῖσι Πέρσῃσι) ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι Her. — у персов сложился вот еще какой обычай;τὸ συμπεσόν Arst. и τὰ συμπίπτοντα Eur., Isocr. — сложившиеся обстоятельства;πρὸς τὸ συμπίπτον Xen. — смотря по обстоятельствам;τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων Lys. — при таких обстоятельствах5) совпадать, согласоватьсяσυμπεσέειν τούτοισι καὴ τόνδε τὸν λόγον Her. — (говорят, что) с этим согласуется следующий факт;
εἰς ταὐτὸν σ. Plat. — сводиться к тому же (самому);ἐμοὴ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγον Eur. — твое мнение сошлось с моим6) валиться, обваливаться, рушиться(ἥ οἰκία ξυνέπιπτεν Xen.; πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα Thuc.)
7) смешиваться, спутыватьсяσ. ἐπ΄ ἀλλήλων Plat. — перемешиваться друг с другом
8) встречаться, пересекаться Arst.αἱ πλευραὴ συμπίπτουσαι πρὸς ἀλλήλας Polyb. — взаимно пересекающиеся стороны (треугольника);
ὅ Ἄσσος συμπίπτων τῷ Κηφισῷ Plut. — (река) Асс, впадающая в Кефис9) падать, бросаться ниц(σ. τινὴ πρὸς τὰ γόνατα Polyb.)
10) гибнуть, умиратьτὸ σῶμα συμπεσόν Plat. — мертвое тело
11) проваливаться, вваливатьсяοἱ ὀφθαλμοὴ συμπίπτουσιν Arst. — глаза становятся впалыми;
-
6 συμπιπτω
(fut. συμπεσοῦμαι, aor. 2 συνέπεσον, pf. συμπέπτωκα)1) вместе падать, сразу обрушиватьсяσὺν δ΄ Εὖρός τε Νότος τε πέσον Hom. — сразу ринулись Эвр и Нот;
σ. ἔς τινα Her. — (о гневе) обрушиваться на кого-л.2) бросаться друг на друга, сталкиватьсяσύν ῥ΄ ἔπεσον λείουσιν ἐοικότες Hom. — они бросились друг на друга подобно львам;
τὰ στρατόπεδα συμπεσόντα Her. — устремившиеся друг на друга войска;σ. τινί Xen., Soph., Polyb. и πρός τινα Thuc., Plut. или σ. εἰς ἀγῶνά τινι Soph. — вступать в бой с кем-л.;ξυμπεσούσης νηῒ νεώς Thuc. — когда один корабль завяжет сражение с другим3) наталкиваться, попадать, оказыватьсяσ. κλύδωνι Eur. — попадать в бурное течение;
τοῖς κακοῖς σ. Soph. — становиться жертвой несчастий;ἀσιτίῃσι συμπεπτωκώς Her. — изголодавшийся;σ. τῷ φόνῳ Soph. — пасть от руки убийцы4) (одновременно) случаться, приключаться(ἀσθένειά τις αὐτῷ συνέπεσεν Plat.)
καὴ τόδε ἕτερον συνέπεσε γενόμενον Her. — случилось еще и вот что;συνέπιπτε τοιοῦτο, ὥστε … Her. — вышло так, что …;καὴ τόδε ἄλλο (τοῖσι Πέρσῃσι) ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι Her. — у персов сложился вот еще какой обычай;τὸ συμπεσόν Arst. и τὰ συμπίπτοντα Eur., Isocr. — сложившиеся обстоятельства;πρὸς τὸ συμπίπτον Xen. — смотря по обстоятельствам;τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων Lys. — при таких обстоятельствах5) совпадать, согласоватьсяσυμπεσέειν τούτοισι καὴ τόνδε τὸν λόγον Her. — (говорят, что) с этим согласуется следующий факт;
εἰς ταὐτὸν σ. Plat. — сводиться к тому же (самому);ἐμοὴ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγον Eur. — твое мнение сошлось с моим6) валиться, обваливаться, рушиться(ἥ οἰκία ξυνέπιπτεν Xen.; πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα Thuc.)
7) смешиваться, спутыватьсяσ. ἐπ΄ ἀλλήλων Plat. — перемешиваться друг с другом
8) встречаться, пересекаться Arst.αἱ πλευραὴ συμπίπτουσαι πρὸς ἀλλήλας Polyb. — взаимно пересекающиеся стороны (треугольника);
ὅ Ἄσσος συμπίπτων τῷ Κηφισῷ Plut. — (река) Асс, впадающая в Кефис9) падать, бросаться ниц(σ. τινὴ πρὸς τὰ γόνατα Polyb.)
10) гибнуть, умиратьτὸ σῶμα συμπεσόν Plat. — мертвое тело
11) проваливаться, вваливатьсяοἱ ὀφθαλμοὴ συμπίπτουσιν Arst. — глаза становятся впалыми;
См. также в других словарях:
συνέπιπτε — συνέπῑπτε , συμπίτνω fall imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αι — (ΑΝ) κατάληξη ονομαστικής και κλητικής πληθυντικού τών ονομάτων τής α κλίσεως (π. χ. ἡμέραι, χῶραι, ταμίαι, ἐπαγγελματίαι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ονομ./κλητ. πληθ. σε αι τής Ελληνικής (θεαί, χῶραι) είναι αναλογικός σχηματισμός κατά τα θεματικά* κλιτά… … Dictionary of Greek
-ας — ονοματική κατάληξη της νέας Ελληνικής, η οποία χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό αρσενικών πρωτοκλίτων αντί των αρχαίων δευτεροκλίτων σε ος (πρβλ. έγγονας, εύζωνας, κάβουρας, κάπελας, κότσυφας, μάγειρας, Φίλιππας). Ο μεταπλασμός προήλθε κατά τα… … Dictionary of Greek
Μεταγειτνιών — Ο δεύτερος μήνας του αρχαίου ελληνικού ημερολογίου, στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνταν οι μετοικήσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων. Συνέπιπτε με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και αποτελούσε την αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Σατουρνάλια — Γιορτή του ρωμαϊκού ημερολογίου που συνέπιπτε με τη 17η Δεκεμβρίου. Την ημέρα εκείνη τελούνταν θυσία στον Κρόνο (Saturnus), τον επώνυμο θεό της γιορτής, σ’ ένα ναό του που βρισκόταν στο Φόρουμ. Η εορταστική περίοδος κρατούσε τρεις ημέρες: τότε… … Dictionary of Greek
Υάδες — I Ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκαν στον ομώνυμο αστερισμό, ύστερα από επεισόδιο που αναφέρεται σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές: ως κόρες του Ήλιου, πέθαναν από θλίψη για την πτώση του αδελφού τους Φαέθωνα. Ως κόρες του Άτλαντα … Dictionary of Greek