Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κερατο-φυής

См. также в других словарях:

  • χονδροφυής — ές, Α αυτός τού οποίου η σύσταση αποτελείται από χόνδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατο φυής, ὀδοντο φυής] …   Dictionary of Greek

  • οδοντοφυής — ὀδοντοφυής, ές (Α) (για τους Σπαρτούς, δηλαδή τους Καδμείους) αυτός που γεννήθηκε από δόντι δράκοντα («δράκοντος γένναν ὀδοντοφυῆ» Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατο φυής] …   Dictionary of Greek

  • τριχοφυής — ές, ΝΑ 1. αυτός που συντελεί στην έκφυση τριχών 2. το ουδ. ως ουσ. το τριχοφυές το φυτό τριχομανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + φυής (< φύω / ομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. κερατο φυής] …   Dictionary of Greek

  • σωματοφυής — ές, Α αυτός που έχει σωματική φύση, υλική υπόσταση. επίρρ... σωματοφυῶς Α σύμφωνα με τη φύση τού σώματος («οὔτε τρεῑς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ ἑαυτάς, ὥσπερ σωματοφυῶς ἐπ ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).… …   Dictionary of Greek

  • ιουλοφυώ — ἰουλοφυῶ (Μ) ιουλίζω*, χνοάζω*, χνουδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + φυῶ (< φυής < φύος), πρβλ. κερατο φυώ, οδοντο φυώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»