Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κρεᾱ-νόμος

См. также в других словарях:

  • κρεανόμος — κρεᾱνόμος , κρεανόμος one who distributes the flesh of victims masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθυνόμος — ἰχθυνόμος, ον (Α) (για το δελφίνι) αυτός που εποπτεύει τα ψάρια, ο άρχοντας τών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αγορα νόμος, κρεα νόμος] …   Dictionary of Greek

  • μαζονόμος — μαζονόμος, ὁ (Α) το μαζονόμον.* [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + νόμος (< νέμω), πρβλ. κρεα νόμος, μελισσο νόμος)] …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»