Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κρίν

См. также в других словарях:

  • κρῖν' — κρῖνε , κρίνω separate pres imperat act 2nd sg κρῖναι , κρίνω separate aor imperat mid 2nd sg κρῖναι , κρίνω separate aor inf act κρῖνα , κρίνω separate aor ind act 1st sg (homeric ionic) κρῖνε , κρίνω separate aor ind act 3rd sg (homeric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρίν' — Κρίνι , Κρίνις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίν' — κρίνα , κρίνον white lily neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσάνθεμο — το (Α κισσάνθεμον) είδος κυκλάμινου αρχ. κισσάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + άνθεμον (< ἄνθεμον «άνθος»), πρβλ. κριν άνθεμον, μηλ άνθεμον] …   Dictionary of Greek

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

  • λωτόεις — λωτόεις, εσσα, εν (Α) κατάφυτος από λωτούς («πεδία λωτοῡντα» πεδιάδες κατάφυτες από λωτούς ή, κατ άλλους, θαλερές πεδιάδες, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + κατάλ. όεις, (πρβλ. αστερ όεις, κριν όεις)] …   Dictionary of Greek

  • μονοβασικός — ή, ό χημ. όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει τα βασικά άλατα που περιέχουν μία μόνο ρίζα υδροξυλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monobasique (< μον(ο) * + βασικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Α. Κριν] …   Dictionary of Greek

  • μυχόεις — μυχόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που κρύβεται σε σκοτεινό μυχό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + κατάλ. όεις (πρβλ. κριν όεις, λωτ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • παρασυνάπτομαι — Α συνάπτομαι, συνδέομαι με έναν αιτιώδη σύνδεσμο («[τῶν ἀξιωμάτων] τὰ μὲν συνημμένα, τὰ δὲ παρασυνημμένα τὸ μᾱλλον ἤ ἧττον παρασυνάπτονται», Κρίν. Στωικ.) …   Dictionary of Greek

  • φράτρα — και φάτρα και ιων. τ. φρήτρη και φήτρη και δωρ. τ. πάτρα, ἡ, Α 1. (με πολιτική σημ.) αδελφότητα 2. (κατά τους ηρωικούς χρόνους) γένος, φυλή («κρῖν ἄνδρας... κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγῃ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τους ιστορικούς χρόνους)… …   Dictionary of Greek

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»