-
1 ίσμα
-
2 ἵσμα
-
3 ἵσμα
-
4 ἴσμα
-
5 ἵσμα
-
6 ἵσμα
ἵσμα, τό, das Aufgestellte, Errichtete -
7 κάθ-ισμα
κάθ-ισμα, τό, das Sitzen, die Sitzung, Sp.
-
8 ἐπι-κάθ-ισμα
ἐπι-κάθ-ισμα, τό, der Sitz darauf, Eust.
-
9 ἐγ-κάθ-ισμα
ἐγ-κάθ-ισμα, τό, 1) das Darinsitzen, besonders im Dampfbade, Medic. – 2) bei Sp. das Auflauern, der Hinterhalt. – 3) bei D. Hal. C. V. das Anhalten, Anstoßen in der Rede bei den (schwierig auszusprechenden) Consonanten.
-
10 направка
-и θ.1. ρύθμιση, κανόνισμα, ρεγουλάρισμα τακτοποίηση•направка станка ρεγουλάρισμα της εργατομηχανής.
2. ακόν ισμα•направка бритв ακόν ισμα ξυραφιών.
-
11 σκέλος
Grammatical information: n.Meaning: `thigh, leg' (Π 314).Dialectal forms: Myc. kerea₂ (pl.).Compounds: Often as 2. member, e.g. τετρα-σκελής `four-legged' (trag. a. o.).Derivatives: 1. Diminut. σκελ-ίσκος m. (Ar.), - ύδριον (Herod., Arr.). 2. σκελέαι f. pl. `breeches' (Critias, Antiph.). 3. σκελίζω (Plu., S. E.), usu. ὑπο- σκέλος (Pl., D. etc.) `to trip someone up, to bring him down, to outsmart' with ( ὑπο-)σκελ-ισμός m. `the bringing down, downfall', - ισμα n. `accident' (LXX); daneben σκέλ[λ]ισμα δρόμημα H. 4. also σκελλός `bandy-legged, διεστραμμένος, ῥαιβός' (sch., H., EM; cf. στρεβλός a. o.; s. also κυλλός). -- Besides 1. with ο-ablaut: σκολιός `crooked, bent, twisted, unjust' (Π 387; from *σκόλος m. after σκαιός a.o.?; cf. σκολοῖς δρεπάνοις H.) with σκολι-ότης f. `curve, injustice' (Hp., LXX, Str. a. o.), - όομαι `to be bent, to curve' (Hp., Thphr.) with - ωσις, - ωμα (late), - αίνομαι `to curve' (Hp.), - άζω `to be bent' (LXX); τὸ σκόλιον `drinking-song' (Pi.; explanation debated: because they were presented in irregular order?). 2. with lengthened grade σκώληξ; s. v. -- On σκαληνός s. σκάλλω; on σκελίς s. σχελις.Etymology: With Lat. scelus n. `malice, badness, crime' formally, orig. also semant. identical as *'curvation, deflection' (cf. σκολιός `curved, unright'). The orig. presence of a verb `curve, bend' is demonstrated also by two other primary formations: Germ., OHG scelah, OE sceolh `oblique, curved, squinting', NHG scheel, OWNo. skjalgr `oblique, squinting', PGm. *skél-ha-, -gá- \< IE * skel-ko-; Alb. tshalë `lame' \< IE * skel-no-. Quite uncertain Arm. šeɫ `slanting, oblique', xeɫ `distorted, crippled'. Also κυλλός, κῶλον a. cogm. are adduced as s-less variants; s. vv. w. further lit.; further W.-Hoffmann s. scelus. -- The group * skel- (Pok. 928) seems rather uncertain. Thus it seems no more than a possibility that σκολιός is cognate with σκέλος.Page in Frisk: 2,723-724Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκέλος
-
12 перекармливание
το παρατά(γ)ισμα, η υπερθρεψία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекармливание
-
13 перекорм
το παρατά(γ)ισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекорм
-
14 ράγιση
η, ρά(γ)ισμα τό1) образование трещины; 2) трещина (на посуде и т. п.) -
15 гуща
-и θ.1. καθίζημα, κατακάθι, -ισμα, υποστάθμη, αποκαθίδι, καταπάτι• μούργα•кафеиная гуща ο ντελβές.
2. λόγγος, λογγιά.3. κέντρο μάζας, πλήθους. -
16 наговор
-а α.1. κατηγορία, διαβολή, συκοφαντία, κακολογία.2. ξόρκια, -ισμα, (ε)ξορ-κισμός• μάγια. -
17 название
-я ουδ.1. ονομασία, όνομα• ονομάτιση, -ισμα, ονοματοθεσία. || κατονομασία. || κλήση, κάλεσμα.2. τίτλος (βιβλίου κ.τ.τ.). -
18 окраска
-и -θ.1. βαφή, βάψ ιμο χρωμάτ ισμα, μπογιάτισμα•окраска волос βάψιμο μαλλιών•
птица с пстрой -ой πουλί παρδαλό.
2. μτφ. χρωματισμός, χρώμα, χροιά•придать выступление политическую -у προσδίδω στην ομιλία πολιτική χροιά•
стилистическая окраска слова χρωματισμός του λόγου (ομιλίας).
-
19 отпилка
-и θ.πριόνισμα, αποκοπή με πριόν ισμα. -
20 пересыщение
-я ουδ.υπερκορεσμός• καργά-ρ ισμα.
См. также в других словарях:
ἵσμα — foundation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσμα — (I) ἵσμα, τὸ (Α) [ίζω] θεμέλιο, ίδρυμα, κτίσμα. (II) ἴσμα, τὸ (Α) βλ.ἴσθμα … Dictionary of Greek
μουντάρισμα — το αιφνίδια επίθεση εναντίον κάποιου, εφόρμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουντάρω, κατά τα ουσ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρ ισμα, λιντσάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
μπουκάρισμα — το ορμητική είσοδος ή έφοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουκάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρ ισμα, παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
πιαντάρισμα — το, Ν το γυάλισμα και η όλη σχετική κατεργασία τής πιάντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιαντάρω + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. κορνάρ ισμα, φρενάρ ισμα] … Dictionary of Greek
λιμάρισμα — το 1. απόξεση ή λείανση με λίμα, ρίνιση 2. μτφ. φλυαρία, πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω, κατά τα ουσ. σε ισμα (πρβλ. ακόν ισμα)] … Dictionary of Greek
ρεμιζάρισμα — το, Ν η στάθμευση οχήματος σε κατάλληλο χώρο, κν. παρκάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεμιζάρω + κατάλ. ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
ρετουσάρισμα — το, Ν 1. επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας ή φωτογραφικού φιλμ για απάλειψη ατελειών 2. επεξεργασία εικόνας, καλλιτεχνικού, λογοτεχνικού ή οποιουδήποτε άλλου έργου για καλύτερη εμφάνισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρετουσάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ρεφιλάρισμα — το, Ν λέπτυνση τών άκρων τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεφιλάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σεντράρισμα — το, Ν (στο ποδόσφαιρο) η εκτέλεση σέντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεντράρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σερβίρισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σερβίρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σερβίρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek