-
41 κουφοτάτων
κοῡφοτάτων, κοῦφοςlight: fem gen superl plκοῡφοτάτων, κοῦφοςlight: masc /neut gen superl pl -
42 κουφοτέραις
κοῡφοτέραις, κοῦφοςlight: fem dat comp plκοῡφοτέρᾱͅς, κοῦφοςlight: fem dat comp pl (attic) -
43 κουφοτέρας
κοῡφοτέρᾱς, κοῦφοςlight: fem acc comp plκοῡφοτέρᾱς, κοῦφοςlight: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
44 κουφοτέρων
κοῡφοτέρων, κοῦφοςlight: fem gen comp plκοῡφοτέρων, κοῦφοςlight: masc /neut gen comp pl -
45 κουφοτέρως
κοῡφοτέρως, κοῦφοςlight: adverbial compκοῡφοτέρως, κοῦφοςlight: masc acc comp pl (doric) -
46 κουφότατα
κοῡφότατα, κοῦφοςlight: adverbial superlκοῡφότατα, κοῦφοςlight: neut nom /voc /acc superl pl -
47 κουφότατον
κοῡφότατον, κοῦφοςlight: masc acc superl sgκοῡφότατον, κοῦφοςlight: neut nom /voc /acc superl sg -
48 κούφον
-
49 κοῦφον
-
50 κούφας
κού̱φᾱς, κοῦφοςlight: fem acc plκού̱φᾱς, κοῦφοςlight: fem gen sg (doric aeolic) -
51 κούφη
κού̱φη, κοῦφοςlight: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κού̱φῃ, κοῦφοςlight: fem dat sg (attic epic ionic) -
52 κούφων
κού̱φων, κοῦφοςlight: fem gen plκού̱φων, κοῦφοςlight: masc /neut gen pl -
53 κούφως
κού̱φως, κοῦφοςlight: adverbialκού̱φως, κοῦφοςlight: masc acc pl (doric) -
54 глухой
επ., βρ: глух, -а, -о; глуше.1. κουφός, κωφός•глухой от рождения κουφός γεννητάτος.
|| μτφ. αδιάφορος•он глух ко всем просьбам αυτός ειναι αδιάφορος σ’ όλες τις παρακλήσεις.
2. υπόκωφος, βαθύς, σαν από βάθος προερχόμενος. || κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος•-ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια.
3. πυκνός, αδιαπέραστος από χαμόκλαδα• άγριος.4. απόμακρος, απομακρυσμένος• απόκεντοος. || έρημος, ασύχναστος•-ая улица νεκρή οδός.
5. Κατάκλειστός, κλειστός από παντού.6. μτφ. βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο).εκφρ.-ое время ή -ая пора – καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή•- ая дверь – ψευτόπορτα•- ое окно – ψευτοπαράθυρο•- ая стена – τυφλός τοίχος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)•- ая -крапива – είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό•- согласный – άηχο σύμφωνο•- ая плотина – φράγμα χωρίς οπές•глухой хирургический шов – συρραφή των χειλέων πληγής. -
55 κουφίζω
κουφίζω (κοῦφος ‘light’, s. also next entry) impf. ἐκούφιζον; fut. κουφιῶ; aor. ἐκούφισα; aor. pass. inf. κουφισθῆναι (all LXX) (Hes. et al.) to make someth. less heavy, make light, lighten (so Trag.; Dio Chrys. 80 [30], 40; ins, pap, LXX; Jos., Bell. 2, 96, Ant. 18, 149) τὶ someth. (1 Km 6:5) τὸ πλοῖον lighten the ship by throwing out the cargo Ac 27:38 (Polyb. 20, 5, 11; Jon 1:5; GMiles/GTrompf, HTR 69, ’76, 259–67, w. ref. to the shipwreck description Antiphon [the Orator], The Murder of Herodes).—New Docs 2, 74. DELG s.v. κοῦφος. M-M. -
56 χόρτος
χόρτος, ὁ, 1) ein ringsum eingeschlossener, bes. mit Bäumen umpflanzter Platz, Gehege, Hof, innerer Hofraum; αὐλῆς ἐν χόρτῳ Il. 11, 774; bes. der Viehhof, wo sich zugleich die Miststätte befand, αὐλῆς ἐν χόρτοισιν 24, 640; auch der Weideplatz im Freien, die Trift, auch im plur., Sp. – Dah. χόρτοι λέοντος, der mit Wald umgebene Wohnort, der Weideplatz des nemeischen Löwen, Pind. Ol. 13, 43; χόρτοι εὔδενδροι Eur. I. T. 134, vgl. Cycl. 504; Sp., καὶ ὕλη Plut. Rom. 8. – Uebertr., χόρτος οὐρανοῦ, der Himmelsraum, poet. bei Hesych. – 2) das Futter, bes. für das Vieh; ϑηρῶν ὀρείων χόρτον, οὐχ ἵππων λέγεις Eur. Alc. 498; für Pferde, Rhes. 771; sowohl grünes als trockenes Gras, Heu, Hes. O. 608, später und in Prosa die gewöhnliche Bdtg des Wortes; χόρτος κοῦφος, Heu, Xen. An. 1, 5,10. – Im Allgemeinen, Nahrung, Lebensmittel, Fourage, Her. 5, 16. 9, 41; auch für Menschen, δούλιος χόρτος Hippon. frg. 20 bei Ath. VI, 304 b.
-
57 κάρφη
κάρφη, ἡ, = κάρφος, bei Xen. An. 1, 5, 10 Heu, was er vorher χόρτος κοῠφος nennt; Arr. An. 1, 3, 7; Hesych. erkl. φορυτός.
-
58 κέπφος
κέπφος, ὁ (nach den Alten mit κοῦφος verwandt), ein Seevogel, procellaria, der sich mit Meerschaum leicht locken u. fangen läßt, Arist. H. A. 9, 35. Dah. ein leichtsinniger, einfältiger, leicht zu berückender Mensch, Gimpel, Ar. Par 1032 Plut. 912; Lycophr. 836. – Bei Hesych. steht auch κεμπός dafür, wie bei Schol. Ar. κέμφος.
-
59 βαρύς
βαρύς, εῖα, ύ, 1) schwer von Gewicht, lastend, καὶ γεώδης Plat. Phaed. 81 a. Ggstz κοῠφος Phil. 14 d u. öfter; von Schwerbewaffneten, βαρύτερος ὁπλίτης Legg. VIII, 833 b; τὸ βαρύτατον τοῦ στρατεύματος Xen. Cyr. 5, 3, 37, die ϑωρακοφόροι; τὰ βαρέα τῶν ὅπλων, = ὁπλῖται, Pol. 1, 76 u. öfter; βαρεῖα δύναμις Plut. Marc. 6; τὰ ἐν βαρέσιν ὅπλοις D. Sic. 19, 19. Aber ἀνὴρ βαρύς Nic. Al. 401 ein starker Mann; s. nachher χεῖρες. – 2) vom Tone u. von der Stimme, stark, heftig, tief, φϑόγγον Od. 9, 257; oft bei Plat. u. Folgenden; Gegensatz ὀξύς Conv. 187 b; Phil. 26 b; βαρυτάτη χορδή, die tiefste Saite, Phaedr. 268 d. Vgl. βαρὺ βρύχημα λέοντος Archi. 27 ( App. 94); αὐλὸς ἐνυαλίου Tymn. 1 (VI, 151); βαρὺ μυκᾶν u. βαρὺς ἀκοῆς ψόφος, von den Pauken, Diosc. 11 (VI, 220). Bei den Gramm. βαρεῖα, sc. προσῳδία, accentus gravis; so schon Plat. συλλαβή Crat. 399 b. – 3) schwer von etwas belastet, σὺν γήρᾳ Soph. O. R. 637; ἐν γήρᾳ Ai. 996; ὑπὸ γήρως Ael. V. H. 9, 1; vgl. Theocr. 24, 100; νόσῳ Soph. Tr. 234; βάσις 962; so bes. Sp., ὑπὸ μέϑης Plut.; ἐκ τοῖν σκελοῖν Luc. Tim. 26. Von Speisen, schwer zu verdauen, Ath. III, 116 e; vgl. Xen. Cyn. 7, 4. Uebertr. – 4) wie χεὶρ βαρεῖα, Il. 1, 219, zunächst die starke, kräftige Hand ist, so οὔ τις σοὶ βαρείας χεῖρας ἐποίσει 1, 89 schwer, feindselig; so oft im üblen Sinne, lästig, beschwerlich, ἄτη 2, 111; ἔρις 20, 55; κακότης 10, 71; ὀδύναι 5, 417; ϑανάτοιο βαρείας κῆρας Iliad. 21, 548; κλῶϑες, Parzen, Od. 7, 197; vgl. βαρὺ στενάχειν Odyss. 8, 95, βαρέα στενάχειν 10, 76. So Pind. πένϑος Ol. 2, 75; δουλία P. 1. 75; νεῖκος N. 6, 52; νόσος P. 5, 63; Soph. Phil. 1314; Tragg. τύχαι, Aesch. Spt. 314; συμφορά Pers. 1001; Soph. Tr. 743; χολὴ δαίμονος Aesch. Ag. 1660; Ζηνὸς κότος 342; μῆνις Soph. O. C. 1330; ὀργή Phil. 368; ϑυμός Theocr. 1, 96; φάτις Soph. Phil. 1034 u. sonst; sp. D., z. B. ἡλίου ϑάλπος Diosc. 12 (VI, 290); νόημα Damaget. 5 (VII, 9). Prosa, ὀδμή Her. 6, 119; ζημία, ἔχϑραι Plat. Legg. XI, 926 d 935 a; βαρὺς εἶναι τοῖς συνοῠσι, beschwerlich, Theaet. 210 c; Folgde; βαρὺ τὸ χωρίον Xen. Mem. 3, 6, 12; πόλεμος Dem. 18, 241; πρόςταγμα Pol. 1, 31. Dah. βαρέως φέρειν, moleste ferre. συμφοράς Plat. Menex. 248 c; βαρύτατα φέρειν Crit. 43 c, sich gekränkt fühlen; Sp.; βαρέως ἀκούειν. ungern hören, Xen. An. 2, 1, 9; βαρέως ἔχω πρός τι, etwas ist mir unangenehm, Arist. pol. 5, 8, 11. Seltener – 5) bes. Sp., viel vermögend, einflußreich, mächtig, βαρεῖς καὶ φοβεροὶ γείτονες Pol. 1, 10; δύναμις πολυτελὴς καὶ β. 2, 23; χείρ, πόλις u. ä., D. Sic.
-
60 ἀήσυρος
ἀήσυρος, ον (ἄημι, Apoll. Lex.: ὑπ' ἀνέμου συ-ρόμενον), lustig, leicht, schnell wie der Wind (VLL. κοῠφος, ἐλαφρός), μύρμηκες Aesch. Pr. 450; vom Winde Ap. Rh. 2, 1102.
См. также в других словарях:
κοῦφος — light masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
κουφός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
κουφός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν ακούει. 2. η παροιμία «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα» λέγεται για αναίσθητους ή πείσμονες που δε μεταβάλλουν γνώμη με κανένα τρόπο. 3. φρ., «στα κουφά», αθόρυβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοῦφον — κοῦφος light masc acc sg κοῦφος light neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφώνω — [κούφος (Ι)] 1.κάνω κάτι κούφιο, κοιλαίνω εσωτερικά («κούφωσα τις ντομάτες και τίς γέμισα») 2. γίνομαι κούφιος, αποκτώ κοιλότητα («κούφωσε το δόντι μου») 3. (σχετικά με παράθυρο) μισοανοίγω («κούφωσε το παράθυρο να έρθει λίγος αέρας») … Dictionary of Greek
κοῦφα — κοῦφος light neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοῦφαι — κοῦφος light fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοῦφε — κοῦφος light masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοῦφοι — κοῦφος light masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… … Dictionary of Greek