Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βαρυτής

См. также в других словарях:

  • βαρύτης — weight fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτήτων — βαρύτης weight fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτησι — βαρύτης weight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτησιν — βαρύτης weight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτητα — βαρύτης weight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτητας — βαρύτης weight fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτητες — βαρύτης weight fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτητι — βαρύτης weight fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτητος — βαρύτης weight fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • тягота — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. βάρος) тягость, бремя; значительность; важность,… …   Словарь церковнославянского языка

  • βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»