-
1 κούρος
-
2 κοῦρος
-
3 κοῦρος
------------------------------------A loppings, twigs stripped from a tree,μηδὲ ξύλα μηδὲ κοῦρον μηδὲ φρύγανα μηδὲ φυλλόβολα IG22.1362.6
. -
4 κοῦρος
1 son ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον Iamos O. 6.41πρόγονοι, ἀρχᾶθεν Ἰαπετιονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν O. 9.56
καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε κουρ[ (κοῦ[ρος supp. Snell, i. e. Teneros: κού[ρα Reitzenstein) fr. 51b. -
5 κοῦρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κοῦρος
-
6 κοῦρος
Grammatical information: m.Meaning: coll. prob. `loppings, twigs lopped from a tree' (IG 22, 1362, 6; IVa fin.: ξύλα.. κοῦρον.. φρύγανα.. φυλλόβολα).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Verbal abstract from *κορσος like κουρά (s. v.) from *κορσά; cf. Forbes Glotta 36, 238. Here (without - σ-) also κόρος `twig, sprout'? (cf. on κόρη).Page in Frisk: 1,936Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κοῦρος
-
7 κόρη
Grammatical information: f.Meaning: `young girl, daughter', metaph. `pupil', archit. `female figure', also name of the daughter of Persephone (IA., Arc.); on the contents Kerényi Paideuma 1, 341ff. (h. Cer. 439). Zumbach Neuerungen 57Compounds: Some compp., e. g. κορο-πλάθος m. `sculptor of semale figures' (Att.).Derivatives: Several diminut.: κόριον, Dor. (Megar.) κώριον (Ar., Theoc.) with κορίδιον (Delphi, Naupaktos); κορίσκη (Pl. Com.) with - ίσκιον (Poll.); also Κορίσκος m. name of an arbitrary man (Arist.), also as PN (D. L.); κοράσιον (hell.; Schwyzer 471 n. 5) with - ασίδιον (Arr.), - ασίς (Steph. Med.), - ασιώδης (Com. Adesp., Plu.); κόριλλα, Κόριννα (Boeot.; Chantraine Formation 252 u. 205); κορύδιον (Naupaktos). - Adjectives: κουρίδιος (Ion. Il.), prop. `of a young lady, untouched', then `matrimonial, lawfull' ( ἄλοχος, πόσις, λέχος a. o.; on the meaning Bechtel Lex. s. v., on the formation Schwyzer 467, Chantraine Formation 40); κουρήϊος `of a young lady' (h. Cer. 108; Zumbach Neuerungen 14); Κόρειος `of Κόρη', Κόρειον, -α pl. `temple', resp. `feast of Κόρη' (Attica, Plu.); κοραῖος `of a girl' (Epic. in Arch. Pap. 7, 8), κορικός `id.' (hell.; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 121). *Κορίτης (- τις) `servant of Κόρη' in Κορειτῆαι pl. for *Κοριτεῖαι `service of Κόρη?' (Lycosoura). - Verbs: κορεύομαι `pass one's maidenhood' (E.), `loose...' (Pherecyd.) with κόρευμα, κορεία maidenhood' (E., resp. D. Chr., AP); κορίζομαι prop. *"treat like a maiden (child)", `caress' (Ar.), ὑπο- κόρη `call with endearing names, address' (Pi., Att.). - Beside κόρη or perhaps formed from it (s. below): κόρος (trag., Pl. Lg., Plu.; also Dor.), ep. κοῦρος, Theoc. κῶρος m. `youth, boy, son' (Il.). Compp., e. g. ἄ-κουρος `without son' (η 64), κουρο-τρόφος `educating youths' (Od.); on Διόσκουροι s. v. - Derivv: κούρητες m. pl. `younge warrior' (Il.), Κουρῆτες, Dor. Κωρ- (Hes., Crete etc.) `Cureten', name of divine beings, which dance a weapon-dance around the Zeus child etc. (Hes. Fr. 198, Crete etc.) with Κουρητικός, - ῆτις, κουρητεύω, κουρητισμός (hell.); on the formation of κούρητες Schwyzer 499, Chantraine Formation 267; on the accent Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 106 (= Kl. Schr. 2, 1163); also v. Wilamowitz Glaube 1, 129 n. 1. To κοῦρος also κουρώδης `boy-like', prob. also κούριος `youthful' (Orph. A., Orac. ap. Paus. 9, 14, 3), κουροσύνη, -Dor. -α `youth' (Theoc., AP), - συνος `youthful' (AP). - κουρίζω `be a young man, maiden' (χ 185), `educate a youth' (Hes.), κουριζόμενος ὑμεναιούμενος H. -.Origin: IE [Indo-European] [577] *ḱerh₁- `grow'Etymology: The more limited attestation of masc. κοῦρος, κόρος compared with general κούρη, κόρη perhaps indicates that the masc. was an innovation to fem. PGr. *κόρϜα; s. Lommel Femininbildungen 7ff. As masc. counterpart there were e. g. παῖς and νεανίας. - That κόρϜα, *κόρϜος come from the root of κορέννυμι, is generally ccepted, but the exact jugment is difficult: prop. abstractformation, as "growth, flourishing, blossom"? The meaning `sprout, branch' for κόρος (rare: Lysipp. 9, Hp. ap. Gal. 19, 113) is hardly very old, but developed from `son' or the like (or from κείρω?, s. on κοῦρος). Note κόρυξ νεανίσκος H. (beside κόριψ `id.' and Κόρυψ Boeot. PN, s. Bechtel Namenstudien 29f.), which may have an intermediate u-stem; Specht Ursprung 148. Further s. κορέννυμι. - κοῦρος not with Bezzenberger, Fick and Bechtel (s. Lex. s. v.) to Lith. šárvas `armament', κόρυς `helm'; s. Kretschmer Glotta 8, 254.Page in Frisk: 1,920-921Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόρη
-
8 κόρος
κόρος (A), ὁ,A satiety, surfeit,αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κ. ἀνθρώποισιν Il.19.221
;αἰψηρὸς δὲ κ. κρυεροῖο γόοιο Od.4.103
;πάντων μὲν κ. ἐστί, καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος Il.13.636
;ἀπὸ κ. ἀμβλύνει αἰανὴς ἐλπίδας Pi.P.1.82
;κόρον ἔχει μέλι Id.N.7.52
; κ. ἔχειν δακρύων, κακῶν, E.Alc. 185, Ph. 1750 (lyr.); alsoκόρον ἡ τούτων συνουσία ἔχει Pl.Phdr. 240c
;ἐς κ. ἰέναι τινός Philox.2.38
;ἄχρι κόρου D. 19.187
;ἐς κόρον Luc. Merc.Cond.26
, Gal.15.500, Vict.Att.8; πρὸς ἡδονήν τε καὶ κ. gormandizing, Hp.VM14: in mystical sense, opp. χρησμοσύνη, Heraclit. 65.2 the consequence of satiety, insolence, Pi.O.2.95, I.3.2; πρὸς κόρον insolently, A.Ag. 382 (lyr.): freq. as cause or consequence ofὕβρις, τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ Thgn. 153
, cf. Sol.8;ὕβριν κόρου ματέρα Pi.O.13.10
; κόρον, ὕβριος υἱόν Bacis ap.Hdt.8.77. (Cf. κορέννυμι.)------------------------------------κόρος (B), ὁ, [dialect] Ion. [full] κοῦρος, as always in Hom., Pi., and lyr. passages of Trag. (exc. E.Alc. 904), sts. in late Gr., Rev.Et.Gr.42.247 ([place name] Varna); [dialect] Dor. [full] κῶρος Theoc.15.120:—A boy, lad (even before birth,ὃν.. γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι Il.6.59
, cf. Call.Del. 212),κοῦρος πρῶτον ὑπηνήτης Il.24.347
;πρωθῆβαι Od.8.262
;τότε κοῦρος ἔα, νῦν αὖτέ με γῆρας ὀπάζει Il.4.321
;σὺν κόροις τε καὶ κόραις A.Fr.43
: in mock Trag.,Οἰδίπου.. παῖδε, διπτύχω κόρω Ar.Fr. 558
: rarein Prose, Pl.Lg. 772a; male infant,ἔτεκε κόρον Conon 33.3
, cf. IG42(1).121.5 (Epid., iv B. C.); in Il. of warriors, 9.86, 12.196, al.; κοῦροι Βοιωτῶν, Ἀθηναίων, Ἀχαιῶν, 2.510, 551, 562;λεκτοὶ Ἀθηναίων κ. E.Supp. 356
; also, of servants waiting at sacrifices and feasts, Il.1.470, al.; at Sparta, κόροι, = ἱππεῖς, Archyt. ap. Stob.4.1.138.2 with gen. of pr. n., son, Od.19.523, etc.;Θησέως κ. S.Ph. 562
, cf. Tr. 644 (lyr.);τῶν ὀλωλότων κόροι E.Supp. 107
; Κεκροπιδῶν κόροι, periphr. like παῖδες, Eub.10.6.II shoot, sprout, of a tree,κόρους πλεκτοὺς.. μυρρίνης Lysipp.9
, cf. Hp. ap. Gal. 19.113, EM276.28, Hsch.; cf. κοῦρος (B).III for [comp] Comp. v. κουρότερος. (Acc. to Eust.582.20, al., from κείρω, of one who has cut his hair short on emerging from boyhood: but κόρ (ϝ) ος (masc. of κόρη) perh. cogn. with Lat. Ceres, Cerus, cresco.)------------------------------------κόρος (C), ὁ,A besom, Hsch.------------------------------------κόρος (D), ὁ, Hebr.A kor, a dry measure containing, acc. to J.AJ 15.9.2, 10 [dialect] Att. medimni (about 120 gallons), LXX Nu.11.32, al., Ev.Luc.16.7, cf. Eupolem. ap. Alex.Polyh.18. -
9 κούρω
κόρος 2boy: masc nom /voc /acc dual (epic ionic)κόρος 2boy: masc gen sg (epic doric ionic aeolic)κοῦροςboy: masc nom /voc /acc dualκοῦροςboy: masc gen sg (doric aeolic)——————κόρος 2boy: masc dat sg (epic ionic)κοῦροςboy: masc dat sg -
10 ἄκουρος
ἄ-κουρος ( κοῦρος): without male heir, Od. 7.64†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄκουρος
-
11 κούρ'
κοῦραι, κόρηgirl: fem nom /voc pl (epic ionic)κοῦρε, κόρος 2boy: masc voc sg (epic ionic)κοῦρε, κοῦροςboy: masc voc sg -
12 κοῦρ'
κοῦραι, κόρηgirl: fem nom /voc pl (epic ionic)κοῦρε, κόρος 2boy: masc voc sg (epic ionic)κοῦρε, κοῦροςboy: masc voc sg -
13 κούρε
-
14 κοῦρε
-
15 κούροι
-
16 κοῦροι
-
17 κούρον
-
18 κοῦρον
-
19 κούροιν
κόρος 2boy: masc gen /dat dual (epic ionic)κοῦροςboy: masc gen /dat dual -
20 κούροιο
κόρος 2boy: masc gen sg (epic ionic)κοῦροςboy: masc gen sg (epic)
См. также в других словарях:
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek
κοῦρος — κόρος 2 boy masc nom sg (epic ionic) κοῦρος boy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρος — ο 1. νεανίας. 2. αρχαϊκό άγαλμα νέου άντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κούρος, Γιάννης — (Τρίπολη 1956 –). Υπερμαραθωνοδρόμος αθλητής. Κατέχει τα ρεκόρ απόστασης για τις 12, 24 και 48 ώρες, τις 6 ημέρες, ενώ έχει τρέξει ταχύτερα από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο τα 1.000 χλμ. Η σχέση του με τους δρόμους μεγάλων αποστάσεων ξεκίνησε το… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
ημίκουρος — ἡμίκουρος, ον (Α) πάπ. κουρεμένος εν μέρει ή κακώς, μισοκουρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί κουρος, νεό κουρος] … Dictionary of Greek
ημιονόκουρος — ἡμιονόκουρος, ὁ (Α) αυτός που κουρεύει τους ημιόνους, που περιποιείται τα μουλάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + κουρος (< κουρά), πρβλ. ά κουρος, αμφί κουρος] … Dictionary of Greek
μεσόκουρος — μεσόκουρος, ον (Α) αυτός που έχει κουρεμένο το μέσο τού κεφαλιού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί κουρος, ημί κουρος] … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek