-
1 κούρε
-
2 κοῦρε
-
3 κούρ'
κοῦραι, κόρηgirl: fem nom /voc pl (epic ionic)κοῦρε, κόρος 2boy: masc voc sg (epic ionic)κοῦρε, κοῦροςboy: masc voc sg -
4 κοῦρ'
κοῦραι, κόρηgirl: fem nom /voc pl (epic ionic)κοῦρε, κόρος 2boy: masc voc sg (epic ionic)κοῦρε, κοῦροςboy: masc voc sg
См. также в других словарях:
Κουρέ — Πόλη (203.147 κάτ. το 2000) της Ιαπωνίας. Βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα ΝΑ της Xιροσίμα, στην ακτή της Εσωτερικής Θάλασσας (Σέτο Nαϊκάι) του νησιού Χονσού. Η πολεοδομική της ανάπτυξη άρχισε το 1902 σε άμεση συνάρτηση με τη στρατιωτική της αξιοποίηση … Dictionary of Greek
κοῦρε — κόρος 2 boy masc voc sg (epic ionic) κοῦρος boy masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Parménides de Elea — Saltar a navegación, búsqueda Parménides (Παρμενίδης) Filosofía occidental Filosofía presocrática … Wikipedia Español
κοῦρ' — κοῦραι , κόρη girl fem nom/voc pl (epic ionic) κοῦρε , κόρος 2 boy masc voc sg (epic ionic) κοῦρε , κοῦρος boy masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταυρών — και Ταυρειών και Ταυρεών, ῶνος, ὁ, Α ονομασία μήνα στην Αλεξάνδρεια, στη Μίλητο και στην Κύζικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος / ταύρε(ι)ος + επίθημα ών που απαντά σε ονομασίες μηνών (πρβλ. Κουρε ών, Ληναι ών)] … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek