-
1 φύματα
φύ̱ματα, φῦμαgrowth: neut nom /voc /acc pl -
2 κορυφ-ώδης
κορυφ-ώδης, ες, gipfelartig, sich spitz erhebend, φύματα Hippoer.
-
3 ἀνα-πέμπω
ἀνα-πέμπω, 1) heraufschicken, κάτωϑεν ἀμπέμπων Aesch. Ch. 376, zw.; κρουνούς Pind. P. 1, 26; hervorwachsen lassen, χϑὼν – φύλλα 11, 47; φύματα Plat. Tim. 85 c; βόρβορος δυςωδίαν, haucht aus, Sp.; εἰς ἄκρας, auf einen Berg hinauf, Xen. Cyr. 7, 5, 34; in's Innere des Landes, bes. nach Asien, Isocr. 12, 104; εἰς Ῥώμην, Gefangene nach Rom, Pol. 1, 7, oft; auch τὸ γένος εἴς τινα, seinen Ursprung auf Jem. zurückführen, D. Sic. 4, 83. vgl. ἀνάγω. – 2) zurückschicken, wegsenden, ἐξ ἀλαλᾶς Pind. I. 6. 10; Plut. Sol. 4, öfter. – Med., von sich, Xen. An. 1, 1, 5.
-
4 αδενωδης
-
5 αναπεμπω
поэт. ἀμπέμπω1) высылать наверх, выпускать(κάτωθέν τι Aesch.; κρουνούς Pind.; τοξεύματα πανταχόθεν Plut.)
ἀ. παντοῖα φύματα Plat. — вызывать всевозможные опухоли2) ( вглубь или вверх) посылать, отсылать(τινὰ ὡς βασιλέα Thuc.; φρουροὺς εἰς τὰς ἄκρας Xen.; στρατόπεδον ἐπί τινα Isocr.; τινὰς εἰς τέν Ῥώμην Polyb.)
ἀποπέμπεσθαί τινα Xen. — отпускать кого-л. от себя; -
6 προσφυω
дор. ποτιφύω (дор. 3 л. sing. impf. ποτεφύετο; aor. 2 προσέφυν, pf. προσπέφυκα; part. aor. προσφύς)1) вырастать, расти(ὥσπερ τὰ φύματα Arst.; κέρας κρατὴ προσπεφυκός Eur.)
; перен. образоватьсяμεταξύ τινος προσπεφυκώς Arst. — находящийся посреди чего-л.;
τόπος προσπεφυκὼς χωρίοις πετρώδεσι Plut. — место, покрытое скалистыми участками2) приращиватьπροσέφυσε ὀδόντας τοῖς σώμασι Plut. — (природа) снабдила организм зубами (ср. 5)
3) прирастать, прилипать, приставать, прижиматься(ταῖς πέτραις Arst.)
4) цепляться, ухватываться(τὠγκίστρῳ Theocr.; перен. τῷ ῥήματι Plut.)
προσφύς τινι Hom. — повиснув на чем-л.5) med.-pass. проникать, усваиватьсяπροσφύεσθαι τοῖς σώμασι Arst. — (о пище) усваиваться телами (ср. 2)
6) (fut. προσφύσω и aor. 1 προσέφυσα) подкреплять, подтверждать(λόγῳ τι Aesch., Arph.)
-
7 χοιραδωδης
-
8 διαφορέω
A = διαφέρω, spread abroad, disperse,κλέος εὐρὺ διὰ ξεῖνοι φορέουσι Od.19.333
;σωρὸν.. διαφορῆσαι ῥᾴδιον Diph.100
;τὴν ὑγρότητα Plu.2.366c
, etc.; πολλὰ τῆς οὐσίας ib.484a; δ. κραιπάλῃ τὴν κραιπάλην ib.127f:—[voice] Pass.,διαπεφορῆσθαι Critias Fr.62
D.;τὰ διαπεφορημένα τῶν εἰδώλων Arist.Div.Somn. 464b13
.2 carry away,τοὺς σταυρούς Th.6.100
; esp. as plunder,χρήματα τὰ σὰ διαφορέει Hdt.1.88
; ὧν κοινῇ διαπεφορημένων d.27.29.3 plunder,ἐπαρχίας Plu.Brut.6
, etc.:—[voice] Med., PSI5.522.5 (iii B.C.):—most freq. in [voice] Pass.,οἶκον διαφορηθέντα Hdt.3.53
;διαφορουμένης τῆς χώρας ὑπὸ λῃστῶν D.19.315
; διαφορεῖσθαι τὴν γνώμην to be robbed of one's wits, Pl. Lg. 672b.4 tear in pieces, ;τινὰς τοξεύμασι Id.HF 571
;ὑπὸ κυνῶν τε καὶ ὀρνίθων διαφορεύμενος Hdt. 7.10
.θ', cf. Ar.Av. 338.5 [voice] Pass., of ice, break up, Gp.19.6.4.II = διαφέρω 1.1, carry across from one place to another, .III Medic. (cf. διαφόρησις, -ητικός):1 dissipate by evaporation, perspiration, etc., in [voice] Pass., Aret.SD2.1, Alex.Aphr.Pr.1.68, Gal.10.657, al.3 exhaust by dissipating, weaken, Oen.66: metaph.,ὁ μερισμὸς δ. καὶ ἐκλύει τὴν ἑκάστου δύναμιν Procl.Inst.86
:—[voice] Pass., Gal.14.735.IV [voice] Pass., dispute, debate, S.E.M.1.205.V διαφορούμενον ἀξίωμα, v. διφορέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφορέω
-
9 κατάρροπος
κατάρροπ-ος, ον,A inclining downwards, κ. ποιεῖν τι ib. 69; ἐπὶ τὸ κ. ῥέπειν ibid.; pendent,φύματα Id.Epid.6.1.10
, cf. Gal. 7.567, 15.330.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάρροπος
-
10 προσφύω
A cause to grow to: metaph., καὶ ταῦτ' ἀληθῆ.. προσφύσω λόγῳ will make sure, confirm, A.Supp. 276; .II mostly in [voice] Pass., with [tense] aor. 2 and [tense] pf. [voice] Act. and [tense] fut. [voice] Med., grow to or upon, , cf. Pl.R. 611d, Ti. 45a; σοι ταῦτα προσφύσεται will accrue, Id.Ep. 313d: freq. in Arist. of any after or adventitious growth which does not form part of the organism, π. τῇ ὑστέρᾳ τὸ ᾠόν, πρὸς τῇ ὑστέρᾳ, GA 752a11, 754b17;τὰ κέρατα π. μᾶλλον τῷ δέρματι HA 517a27
, cf. LXX Da.7.20;προσπέφυκεν ὥσπερ τὰ φύματα Arist.GA 772b29
; of zoöphytes, HA 487b11, 588b13;π. ταῖς πέτραις PA 681b6
; of tapeworms, HA 551a11; of food, to be assimilated, Pr. 864b8, 927a20.2 hang upon, cling to,τῷ προσφὺς ἐχόμην Od.12.433
: abs.,προσφῦσα Il.24.213
;προσφὺς ὅπως τις ἀναρίτης Herod.Fr.11
; of a fish,τὠγκίστρῳ ποτεφύετο Theoc.21.46
; of leeches, Gal.8.265: metaph., π. τοῖς τοιούτοις consorts constantly with, Pl.Lg. 728b; προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου they cling fast to it, Luc.Pisc.51, cf.Musc. Enc.3, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφύω
-
11 τοιουτόχροος
τοιουτό-χροος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοιουτόχροος
-
12 χοιραδώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χοιραδώδης
-
13 ἀδενοειδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδενοειδής
-
14 ἀναπέμπω
A send up, (lyr.), cf. Ar.Th. 585; Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἀ. sends forth.., Pi.P.1.26; χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀ. ib.9.46;παντοῖα φύματα Pl.Ti. 85c
:—[voice] Med., send up from oneself, X.An.1.1.5.2 send up to higher ground,εἰς τὰς ἄκρας Id.Cyr.7.5.34
; esp. from the coast inland, into Central Asia,ἀ. ὡς βασιλέα Th.2.67
, cf. Isoc.8.98; to the metropolis,εἰς τὴν Ῥώμην Plb.1.7.12
, etc.3 remit, refer to higher authority, PHib.1.57 (iii B. C.), PTeb.7.7 (ii B. C.);ψήφισμα πρὸς βασιλέα OGI329.51
;τινὰ πρός τινα Ev.Luc.23.7
;τινά τινι Ep.Philem.12
; of a higher authority referring to delegates, BGU613.4 (ii A. D.), cf. 19i20, PLond.2.196, 11 (ii A. D.); refer to a book, Gal.18(2).663, etc.5 transmit, in [voice] Pass.,τῶν κατ' ὄψιν ἀναπεμπομένων Epicur.Nat.11.7
;αἰσθήσεων ἀναπεμπομένων Plot. 4.4.42
.II send back, Pi.I.7(6).10: metaph., send back in discussion to something previously said, Alex.Aphr. in Top.445.15.3 throw back the accent, of enclitics, Hdn.Gr.2.828.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπέμπω
-
15 ἄπεπτος
A uncooked: undigested, of food, Hp.Epid.1.26.β, Arist.de An. 416b5, al.; of humouns, crude, unconcocted, Hp. VM19;οὖρον Id.Acut.42
;φύματα Id.Art.41
, cf. Arist.Mete. 384a33: [comp] Comp., Id.GA 750b25: [comp] Sup., ib. 745b20. Adv.- τως Hp.Epid.1.5
.2 metaph., Arist.Mete. 371a3, Plu.2.495b.II suffering from indigestion, Ruf. ap. Orib.7.26.99, Aret.SD2.3;τὸ στόμα τῆς γαστρὸς Alex.Aphr.Pr.1.45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπεπτος
-
16 ὑπολαμβάνω
A- λαμψοῦνται Anon.Oxy.410.99
:—take up by getting under, as the dolphin did Arion, Hdt.1.24, Pl.R. 453d;τοὺς νεοττοὺς ὑ. ἡ φήνη Arist.HA 619b34
;τὸ κῦμα ὑ. τινά Clearch.73
;νεφέλη ὑ. τινά Act.Ap.1.9
.b bear up, support, Hdt.4.72;ὑ. τοὺς ἐνδεεῖς Str.14.2.5
, cf. D.S.19.67; (ii/iii A. D.).2 take up, seize or come suddenly upon,ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα Il.3.34
, Od.18.88; of a storm of wind, Hdt.4.179; of a fit of madness, Id.6.75; of a pestilence, ib.27; of a river taking up earth thrown into it, Id.2.150; of winds taking up water, ib.25; of soldiers marching, δυσχωρία ὑπελάμβανεν αὐτούς, i. e. they came suddenly into difficult ground, X.HG3.5.20: abs.,ὑπολαβὼν πυρετός Hp.Epid.5.20
; of events, follow next, come next,ὑπέλαβε ναυμαχίη καρτερή Hdt.8.12
, cf. 6.27.3 in discourse, take up what is said, interpret or understand it in a certain way,ταύτῃ ὑπολαμβάνεις ᾗ ἃν κακουργήσαις μάλιστα τὸν λόγον Pl.R. 338d
;ὃν μὴ σὺ φράζεις, πῶς ὑπολάβοιμ' ἂν λόγον; E. IA 523
, cf. Pl.Euthd. 295c; ὑ. τι εἴς τινα understand it of, i. e. apply it to, him, Aeschin.1.157;ὥσπερ ὁ ἀκούων ὑ. Arist.Rh. 1412a30
; rejoin, retort, Pl.Lg. 875d, D.22.10, etc.;πρός τι Th.5.85
;τιπρός τινας D.20.146
, cf. 23.93; ὑ. τινὶ ὅτι .. Pl.R. 598d; ὑ. ὡς .. X.Ath.3.12, etc.: c. acc. et inf., reply that.., Th.5.49; ὑπολαμβάνεῖν χρὴ εἰ .. retort by asking whether.., Lys.13.82: abs., in dialogue, ἔφη ὑπολαβών, ὑ. ἔφη, ὑ. εἶπεν, he said in answer, Pl.R. 331d, Hdt.101, Th.3.113, etc.b take up, interrupt,μεταξὺ ὑ. X.An.3.1.26
;ἔτι λέγοντος αὐτοῦ ὑ. Id.Cyr.5.5.35
.5 take up a charge, Id.6.28; ὑ. τὴν ἐπιθυμίαν τινός take up and turn it to their own use, Luc.Cal.17.II = ὑποδέχομαι, receive and protect, ὁ Κῦρος ὑπολαβὼν τοὺς φεύγοντας (the exiles) X.An.1.1.7; admit a visitor, Pl.Smp. 212d; of a doctor, take in hand, treat a patient, Hp. Morb.1.15 ([voice] Pass.).2 accept or entertain a proposal, Hdt.1.212, 3.146;δυσχερῶς ὑ. D.57.35
; μηδεὶς ὑπολάβῃ δυσκόλως ἐὰν .. take it amiss, ib.59.III take up a notion, assume, suppose, freq. of an ill-grounded opinion,ὑ. θεῖον εἶναι τὸ ἐπαγγελλόμενον Hdt.2.55
; , cf. Pl.Phd. 86b, Prt. 343d;ἐὰν ὑπολάβῃ.. Ἀθήνῃσιν εἶναι, ὢν ἐν Λιβύῃ Arist.Metaph. 1010b10
: an Adv. is freq. added to give the word a good sense,ὀρθῶς ὑ. Pl.Grg. 458e
, Arist.EN 1145b21, , etc.;βέλτιον ὑπελάβομεν εἶναι πάλιν γράψαι PCair.Zen.36.15
(iii B. C.): with εἶναι omitted, assume or understand a thing to be so and so, τὰ φύματα τεχνικώτατον ὑπειληφέναι (sc. εἶναι)δεῖ δύνασθαι διαλύειν Hp.Medic. 10
; τὸ χαλεπὸν κακὸν (sc. εἶναι)ὑ. Pl.Prt. 341b
;ὑ. τὸν Ἔρωτα ἕν τι τῶν ὄντων Id.Phdr. 263d
; ὑ. τι ὡς ὂν .. Id.Prm. 134c; τὸν αἰθέρα τῇδέ πῃ ὑ. conceive of the word αἰθήρ somewhat in this way, Id.Cra. 410b;οὕτως ὑ. περί τινος Isoc.3.26
, cf. D.18.269: simply c. acc., καίπερ ὑπειληφὼς ταῦτα though I assume this to be so, Id.19.3, cf. Arist.Metaph. 1005b26;τίς σε ἀναγκάσαι δύναται ὑπολαβεῖν τι ὧν οὐ θέλεις; Arr.Epict.2.6.21
; ὃ βούλει, ὑπολάμβανε ib.1.10.4;ὑ. πλῆθος ὡρισμένον Arist.Metaph. 1073b13
; ὑ. ὅτι .. Id.Pol. 1301a25:—[voice] Pass.,τοιοῦτος ὑπολαμβάνομαι Isoc.12.5
, cf. Arist.Rh. 1366a26;ὑ. μειζόνως ἢ κατὰ τὴν ἀξίαν Isoc.11.24
, cf. D.23.6;ἡ ὑπειλημμένη ἀρετή Id.14.1
; ὅπως ποθ' ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῖ μοι I am content with whatever opinion of me has been formed in these matters, Id.18.269: c. inf.,τῇ φιλανθρωπίᾳ ἢν ἔχειν ὑπείληψαι παρὰ τοῖς ἀνθρώποις Isoc. Ep.4.9
, cf. Arist.Rh. 1383b8; ὑπολαμβάνεται δεδωκέναι is understood to have granted, Id.SE 178a20: τὸ ὑποληφθὲν πᾶν, = πᾶσα ὑπόληψις (11), Men.249.7.2 suspect, disbelieve, X.Ages.5.6, unless ὅ τι ὑπολαμβάνουσί τινες ταῦτα οὐκ ἀγνοῶ means 'I know how some people regard it'.2 take away, remove, seize, τοῖς ἐπικούροις φράσας τὰ ὅπλα ὑπολαβεῖν ordering his bodyguard to remove the arms (of the citizens), Id.6.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπολαμβάνω
См. также в других словарях:
φύματα — φύ̱ματα , φῦμα growth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… … Dictionary of Greek
δύσπεπτος — η, ο (AM δύσπεπτος, ον) αυτός που χωνεύεται δύσκολα, δυσκολοχώνευτος («τα θαλασσινά είναι δύσπεπτα») αρχ. 1. αυτός που δεν αφομοιώνεται («ὅσον μὲν οὖν ἄν παλαιότατον ὄν τῆς σαρκὸς τακῇ, δύσπεπτον γιγνόμενον», Πλούτ.) 2. αυτός που ωριμάζει δύσκολα … Dictionary of Greek
ερανθίδα — η άτριχο φυτό με ρίζα από μικρά φύματα … Dictionary of Greek
οκτωδοντίδες — (Octodontidae). Οικογένεια τρωκτικών της υπόταξης των απλοδόντων. Περιλαμβάνει τα γένη οκτώδους, ακόναιμυς, oκτωδοντόμυς και σπαλακόπους. Το γένος οκτώδους (octodon) περιλαμβάνει μικρού ή μεγάλου μεγέθους τρωκτικά, παρόμοια με ποντικούς, που ζουν … Dictionary of Greek
οπουντία — (opuntia). Γένος φυτών της οικογένειας των κακτιδών, που αριθμεί περισσότερα από 100 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αμερικής. Ο βλαστός τους έχει φύματα αγκαθωτά και τα άνθη τους είναι μεγάλα με στρογγυλή στεφάνη. Το κυριότερο είδος είναι η… … Dictionary of Greek
ταγγή — η, ΝΑ, και ταγκή και τάγγη Ν τάγγιση αρχ. είδος φύματος («τὰ ὑπὸ τὸ δέρμα ἀφιστάμενα ἐς τὰ ἔξω φύματα, οἶον ταγγαί», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τους τ.: αρχ. άνω γερμ. stanc «άσχημη μυρωδιά, βρόμα» (πρβλ. γερμ.… … Dictionary of Greek
φρύνος — ο / φρῡνος, ΝΜΑ, και φροῡνος Μ, και φρῡνος, ἡ, Α βάτραχος νεοελλ. ζωολ. γενική κοινή ονομασία συνήθως μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε αντιδιαστολή προς αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό δέρμα,… … Dictionary of Greek
φυματίας — ὁ, Α 1. αυτός που έχει φύματα, εξογκώματα ή οιδήματα στο σώμα 2. φυματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦμα, φύματος + κατάλ. ίας* (πρβλ. πλασματ ίας, τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
φυματούμαι — όομαι, Α [φῡμα, φύματος] γεμίζω φύματα, εξογκώματα … Dictionary of Greek
φυματώδης — ες / φυματώδης, ώδες, ΝΑ [φύμα, φύματος] νεοελλ. όμοιος με φύμα στην εμφάνιση αρχ. γεμάτος φύματα … Dictionary of Greek