Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φύματα

См. также в других словарях:

  • φύματα — φύ̱ματα , φῦμα growth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… …   Dictionary of Greek

  • δύσπεπτος — η, ο (AM δύσπεπτος, ον) αυτός που χωνεύεται δύσκολα, δυσκολοχώνευτος («τα θαλασσινά είναι δύσπεπτα») αρχ. 1. αυτός που δεν αφομοιώνεται («ὅσον μὲν οὖν ἄν παλαιότατον ὄν τῆς σαρκὸς τακῇ, δύσπεπτον γιγνόμενον», Πλούτ.) 2. αυτός που ωριμάζει δύσκολα …   Dictionary of Greek

  • ερανθίδα — η άτριχο φυτό με ρίζα από μικρά φύματα …   Dictionary of Greek

  • οκτωδοντίδες — (Octodontidae). Οικογένεια τρωκτικών της υπόταξης των απλοδόντων. Περιλαμβάνει τα γένη οκτώδους, ακόναιμυς, oκτωδοντόμυς και σπαλακόπους. Το γένος οκτώδους (octodon) περιλαμβάνει μικρού ή μεγάλου μεγέθους τρωκτικά, παρόμοια με ποντικούς, που ζουν …   Dictionary of Greek

  • οπουντία — (opuntia). Γένος φυτών της οικογένειας των κακτιδών, που αριθμεί περισσότερα από 100 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αμερικής. Ο βλαστός τους έχει φύματα αγκαθωτά και τα άνθη τους είναι μεγάλα με στρογγυλή στεφάνη. Το κυριότερο είδος είναι η… …   Dictionary of Greek

  • ταγγή — η, ΝΑ, και ταγκή και τάγγη Ν τάγγιση αρχ. είδος φύματος («τὰ ὑπὸ τὸ δέρμα ἀφιστάμενα ἐς τὰ ἔξω φύματα, οἶον ταγγαί», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τους τ.: αρχ. άνω γερμ. stanc «άσχημη μυρωδιά, βρόμα» (πρβλ. γερμ.… …   Dictionary of Greek

  • φρύνος — ο / φρῡνος, ΝΜΑ, και φροῡνος Μ, και φρῡνος, ἡ, Α βάτραχος νεοελλ. ζωολ. γενική κοινή ονομασία συνήθως μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε αντιδιαστολή προς αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό δέρμα,… …   Dictionary of Greek

  • φυματίας — ὁ, Α 1. αυτός που έχει φύματα, εξογκώματα ή οιδήματα στο σώμα 2. φυματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦμα, φύματος + κατάλ. ίας* (πρβλ. πλασματ ίας, τραυματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • φυματούμαι — όομαι, Α [φῡμα, φύματος] γεμίζω φύματα, εξογκώματα …   Dictionary of Greek

  • φυματώδης — ες / φυματώδης, ώδες, ΝΑ [φύμα, φύματος] νεοελλ. όμοιος με φύμα στην εμφάνιση αρχ. γεμάτος φύματα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»