-
1 κλωνός
κλώνtwig: masc gen sg -
2 κλῶνος
A ramus, Gloss. -
3 κλώνος
1) clone2) strandΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κλώνος
-
4 κλών
κλωνός ὁ N 3 0-0-0-2-1=3 Jb 18,13; 40,22; Wis 4,5twig, spray Jb 40,22αὐτοῦ κλῶνες ποδῶν the twigs of his feet, his toes Jb 18,13 Cf. LARCHER 1984, 322 -
5 κλών
-
6 μονόκλωνος
μονό-κλωνος, ον,A with a single stem, Dsc. 4.5, dub. l. in Thphr.HP9.18.8, cf. PMag.Par.1.808:—also [suff] μονό-κλων, ib. 2689.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόκλωνος
-
7 πολύκλωνος
πολῠ-κλωνος, ον,A with many branches, Thphr.HP6.2.6 ([comp] Comp.), Dsc.3.33; ἀρτεμισία π., = ἀμβροσία 4, Ps.-Dsc.3.113: neut. π., τό, name of a plant, Gp.12.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύκλωνος
-
8 τρίκλωνος
τρί-κλωνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίκλωνος
-
9 κλᾰω
κλᾰ́ωGrammatical information: v.Meaning: `break, break off'Other forms: ( ἐνι-κλᾶν, κατ-έκλων) Il., aor. κλάσ(σ)αι, pass. κλασθῆναι (Il.), athem. ptc. ἀπο-κλά̄ς (Anacr. 17; cf. below), fut. κλάσω, perf. pass. κέκλασμαι (IA.),Derivatives: κλάσις `breaking' (IA.), κλάσμα `broken piece' (Att.) with κλασμάτιον (Delos IIIa), ἀνα-κλασμός `bending back' (Heliod.), κλάστης ἀμπελουργός H., also ὀστο-κλάστης (Kyran.) a. o., κλαστήριον `knife for clipping the vine' (Delos IIa u. a.); sec. κλαστάζω `clip the vine', metaph. `chastize' (Ar. Eq. 166); on the formation Schwyzer 706. - On κλών, κλωνός m. `sprout' (Att.) with the diminutives κλωνίον, - ίδιον, - άριον, - ίσκος (Thphr., hell. inschr., Gp.), further κλωνίτης `with sprouts' (Hdn.), κλῶναξ = `κλάδος' (H.), κλωνίζω `clip' (Suid.) see on κλάδος; not from *κλα-ών (Schwyzer 521; s. also 487 n. 3). On κλῶμαξ, ἀπόκλωμα below. - With diff. ablaut κλῆμα `twig (of the vine), tendril of the vine', κλῆρος ( κλᾶρος) `lot', κλῶμαξ `heap of stones' (s. vv.), ἀπόκλωμα. ἀπολογία ἐπὶ τὸ χεῖρον H. - Quite doubtful Κλαζομεναί PlN (Anatolia), acc. to Fraenkel KZ 42, 256; 43, 216 "where the waves break" (free imagination).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The uniform verbale system, is based on κλᾰ(σ)-; it may be the result of simplification. Whether this started from a presens or an aorist cannot be decided because there are no non-Greek cognates; cf. the presentation in Schwyzer 676 a. 752 and in Chantraine Gramm. hom. 1, 354 (who considers the present κλάω as secondary against κλάσαι). In the isolated ἀπο-κλά̄ς an old athematic form (present or aorist? Schwyzer 676 a. 742) could have been preserved; but an analogical innovation (as after φθᾰ́σαι: φθάς?) cannot be excluded however. For the old passive κλασθῆναι one might think of κλαδ- (Schwyzer 761), but extension of an aorist-stems κλασ- combined with analogy is also possible (Chantraine Gramm. hom. 1, 404f.). An old s-present *κλά[σ]-ω from IE. *kl̥-s-ō (Brugmann Grundr.2 2: 3, 342, Schwyzer 706) has no support. - The primary verbs of the other languages are completely deviant: Lith. kalù, kálti `forge, hammer' = OCS koljǫ, klati, Russ. kolótь `sting, split, hew' (full grade IE. * kolH-; on the meaning WP. 1, 438 and Vasmer Russ. et. Wb. s. v.); Lith. kuliù, kùlti (zero grade, IE. kl̥H-); Lat. per-cellō `smash' (basis uncertain). Further forms Pok. 545ff., W.-Hofmann s. clādēs. S. also κλαδαρός, κλάδος, κόλος etc. So no IE etym. It cannot comes from IE *klas- as this form cannot be made from IE. So prob. the word is of Pre-Greek origin.Page in Frisk: 1,866-867Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλᾰω
См. также в других словарях:
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek
κλώνος — ο τρυφερό κλαδί, κλωνάρι: Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα λυγίσει ο κλώνος, και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος (από τα λιανοτράγουδα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλωνός — κλών twig masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… … Dictionary of Greek
εύκλωνος — εὔκλωνος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους κλώνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλωνος (< κλων «κλαδί»), πρβλ. μονό κλωνος, πολύ κλωνος] … Dictionary of Greek
λεπτόκλωνος — λεπτόκλωνος, ον (AM) αυτός που έχει λεπτά, λυγερά κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κλῶνος (πρβλ. μονό κλωνος, τρί κλωνος)] … Dictionary of Greek
πολύκλωνος — η, ο / πολύκλωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς κλώνους, πολλά κλαδιά νεοελλ. 1. βιολ. χαρακτηρισμός ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και επίσης ειδικών αντισωμάτων… … Dictionary of Greek
τετράκλωνος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερεις κλώνους 2. αυτός που έχει κλωστεί με τέσσερεις κλωστές, με τέσσερα νήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κλῶνος (πρβλ. μονό κλωνος)] … Dictionary of Greek
υψίκλωνος — η, ο / ὑψίκλωνος, ον, ΝΜ (για δέντρο) αυτός που έχει ψηλούς κλώνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κλῶνος (πρβλ. πολύ κλωνος)] … Dictionary of Greek
αδελφοκλωνώ — και αδερφοκλωνώ και κλωναριάζω (για φυτά) βγάζω παραφυάδες, βλαστούς, από το ίδιο στέλεχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + κλώνος] … Dictionary of Greek
βλαστός — I Επώνυμο λογίων, από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, κυρίως κρητικής καταγωγής. 1. Αλέξανδρος (1816 – 1844). Γιατρός από τη Χίο. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη… … Dictionary of Greek