-
101 ἐπαυρέω
A ,ἐπαυρίσκουσι Thgn.111
: [tense] aor.ἐπαῦρον Pi.P.3.36
, subj. ἐπαύρω, ῃς, ῃ (v. infr.), inf. ἐπαυρεῖν, -έμεν, Hom. (v. infr.):—[voice] Med.,ἐπαυρίσκομαι Il.13.733
, Demoer. 172, Hp.Nat.Puer.12, Morb.4.39: [tense] fut.ἐπαυρήσομαι Il.6.353
: [ per.] 2sg. [tense] aor. 1 ἐπηύρω ( ἐπηύρου Elmsl.) A.Pr.28, inf.ἐπαύρασθαι Hp.Jusj.
fin., Ep.27, Plb.18.11.7: [tense] aor. 2 , poet. [ per.] 2sg.ἐπαύρεο Pi.N.5.49
, [ per.] 3sg. ἐπηύρετο prob. in Arist.EN 1163a20; [dialect] Ep. [ per.] 2sg. subj.ἐπαύρηαι Il. 15.17
, -ῃ (cf. 11.3), [ per.] 3pl.- ωνται 1.410
; inf.ἐπαυρέσθαι E.IT 529
, And.2.2 (v. infr. 11):—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπαυρεθέντα· ἐπιβάλλοντα, Hsch.I [voice] Act., partake of, share, c.gen. rei,τῶν.. βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν Il.18.302
; αὐτὸν.. σε βούλομ' ἐπαυρέμεν (gen. omitted) Od.17.81; πλεῖον νυκτὸς ἐπαυρεῖ enjoys a greater share of night, of Sirius, Hes.Op. 419; γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον many have had enjoyment of (i.e. suffered loss from) neighbours, Pi.P.3.36; τὸ μέγιστον ἐπαυρίσκουσι have enjoyment in the highest degree, Thgn.111; obtain, meet with,εἴ κε.. κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ A.R.2.174
.2 of physical contact, touch, graze, esp. of slight wounds, c. acc., παρος χρόα λευκὸν ἐπαυρεῖν (sc. τὰ δοῦρα) Il.11.573;μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ 13.649
: c. gen., λίθου δ' ἀλέασθαι ἐπαυρεῖν take care not to touch, 23.340: abs., καὶ εἴ κ' ὀλίγον περ ἐπαύρῃ if the spear touch ever so little, 11.391, cf. Nic.Th. 763.II [voice] Med., reap the fruits, enjoy the benefit of a thing, whether good or bad:1 c. gen., in good sense,τοῦ πολλοὶ ἐπαυρίσκονται Il.13.733
;μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο Pi.N.5.49
;τοῦδ' ἐπαυρέσθαι θέλω E.IT 529
, cf. A.R. 1.677,4.964;μικροῦ δὲ βιότου ζῶντ' ἐπαυρέσθαι χρεών Trag.Adesp. 95.4
( = Com.Adesp.1207.4);τῆς ζόης ἐ. Herod.3.2
, cf. 7.26;τῆς ἐλευθερίας Plb.18.11.7
;οὐδὲ φάους.. πολλὸν ἐπαυράμενον IG12(7).302.5
([place name] Amorgos), cf. Epigr.Gr. 839 ([place name] Lebena): rare in Prose,εἰ.. χρὴ ἀγαθὸν ἐμοῦ ἐπαυρέσθαι And.2.2
;ἀποδοτέον.. ὅσον ἐπηύρετο Arist.EN 1163a20
; τάχα δ' ἄν τι καὶ τοῦ οὐνόματος ἐπαύροιτο may have got his fate from his name, Hdt.7.180;τίν' αἰτίαν σχὼν ἧς ἐπηυρόμην ἐγώ; E. Hel. 469
.b more freq. in bad, though not ironical, sense, ἵνα πάντες ἐπαύρωνται βασιλῆος that all may enjoy their king, i.e. feel what it is to have such a king, Il.1.410;οὐ μὰν οἶδ' εἰ αὖτε κακορραφίης.. ἐπαύρηαι 15.17
: c. acc. et gen., τοιαῦτ' ἐπηύρω τοῦ φιλανθρώπου τρόπου such profit didst thou gain from.., A.Pr.28: abs., τῶ καί μιν ἐπαυρήσεσθαι ὀΐω I doubt not he will feel the consequences, Il.6.353; ἀπό τινος κακὰ ἐ. Demoer. 172.2ἐ. ἀπό τινος
get nourishment from..,Hp.
Morb.4.39.3 c. acc. rei, bring upon oneself,μή πού τι κακὸν καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ Od.18.107
(v.l. ἐπαύρῃς, but perh. better taken as [ per.] 3sg. [tense] aor. [voice] Act., lest a greater evil reach thee).—Mainly poet. and [dialect] Ion.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαυρέω
-
102 πάτρα
πάτρα, ἡ, ion. u. ep. πάτρη, das Vaterland, Geburtsland, die Vaterstadt, Heimath; εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσϑαι περὶ πάτρης, Il. 12, 243, vgl. 24, 500. 17, 157; Pind. Ol. 12, 18 u. öfter; ἔξω δόμων καὶ πάτρας ὠϑεῖν ἐμέ, Aesch. Prom. 665; ποίας πάτρας ὑμᾶς ἂν ἢ γένους ποτὲ τύχοιμ' ἂν εἰπών; Soph. Phil. 222; Eur. Herc. Fur. 1016, Ar. Th. 136 Ach. 147; Her. σφίσι τε αὐτοῖσι καὶ πάτρῃ ἐξωγκωμένοι, 6, 126. – Auch = πατριά, Geschlecht, Abkunft, Abstammung, bes. von einem gemeinschaftlichen Stammvater, ἦ μὰν ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γένος ἠδ' ἴα πάτρη, Poseidon und Zeus, Il. 13, 354, vgl. 1, 30, welche Stellen freilich auch von der Heimath verstanden werden können, Erklärung der VLL. σημαίνει δὲ καὶ τὴν ἐκ τοῦ αὐτοῠ πατρὸς γέννησιν; so auch öfter Pind., vgl. Böckh explicatt. crit. und in explicatt. p. 450, Stamm, Familie. Es ist also im Allgemeinen nicht gleichbedeutend mit φρατρία (s. dasselbe), obwohl beide Wörter vielleicht stammverwandt sind; nur in einzelnen griechischen Staaten, wie in Aegina, war φρατρία = πατριά oder πάτρα. – Als Verwandtschaftsgrad ist πάτρα das Verhältniß zwischen Eltern u. Kindern, Dieaearch.
-
103 Αἴας
Αἴας (Αἴας, -αντος, -αντα, -αν.)a son of Telamon, of Salamis.ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν N. 2.14
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.26
cf. χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν sc. after the contest with Odysseus over Achilles' armour N. 8.27ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν I. 4.35
καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ I. 5.48
οὐδ' ἔστιν πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος οὐδἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.26
“ καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” (v. ἐπώνυμος.) I. 6.53 ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. ἀκαμαντοχάρμας) fr. 184.b son of Ileus, of Lokris. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh.) O. 9.112 -
104 βαίνω
βαίνω (βαίνει; -ων, -οισα, -ον: impf. ἔβαινον, -ε: aor. 2, intrans. ἔβᾶν, -ᾶ, -ᾰν; βάντες; βᾶμεν: pf. βέβᾶκεν: aor. 1 subj., trans. βάσομεν)1 come, goa abs. “ πεύθομαι δ' αὐτὰν (= βώλακα) κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομέναν” P. 4.39ταχέες ἔβαν P. 4.180
ἀκλεὴς δ' ἔβα fr. 105b. 3.Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.97
Θεανδρίδαισι δ' ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν N. 4.74
ἄγγελος ἔβαν, πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος N. 6.57
b followed by subs. with local suffix.Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34
ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν I. 4.36
ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55
c c. prep.,Iἐπί, ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.12
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.41
ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100
IIἐς, ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42
ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι I. 2.2
IIIπρός, οἶοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105
IV σχεδόν, τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις v. σχεδόν Παρθ. 2. 70.d c. acc. cogn. Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων *fr. 191*e part., going, walking ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων sc. Philoktetes P. 1.55κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18
cf. Παρθ. 2. 70, supra.f met.τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ; -γτ; ἄγχιστα βαῖνον ( ὁδῶν supp. Hermann, ἐτᾶς Bergk) I. 2.102 aor. 1 trans., made to travelὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον O. 6.24
3 frag. ]βαμεν ἐξ Ὀλύμπου[ Πα. 22b. 6. ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ ( βαίνειν) ubi fort. βαίνειν Pindaro tribuendum fr. 230.4 in tmesis. ἐπὶ μὰν βαίνει v.ἐπιβαίνω O. 7.45
-
105 δόξα
δόξᾰ (-α, -ας, -ᾳ, -αν.)a opinion, thoughtἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών O. 10.63
ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36
ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον, ἐμὰν δόξαν κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ' ἀντιπάλων (κατὰ τὴν ἐμὴν δόκησιν. Σ) N. 11.24b reputation; fameἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64
ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει P. 1.92
ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64
τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.25
δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75
αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105
τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45
αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.34
ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ N. 11.9
ψυχὰν Ἀίδᾳ τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.68
ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.16
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.11
σὺν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον I. 6.12
νεῶν δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. ] δοξαν[ P. Oxy. 841. fr. 49. c. gen. δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας ( a reputation for?) O. 6.82 -
106 μάρναμαι
μάρνᾰμαι (μάρναμαι, -ασαι, -αται; μαρνάσθω; μάρνασθαι; μαρνάμενον, -ένων, -ένα.)a fight, contendἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι O. 6.17
φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν, τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65
ὧδ' εἶπε μαρναμένων as they fought P. 8.43 ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε μαρναμένα (sc. Κυράνα) P. 9.21τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί, ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31
b strive, exert oneselfαἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον O. 5.15
χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ N. 1.25
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις N. 5.47
“ εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι” N. 10.86μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών I. 5.54
μάρναμαι μὰν Pae. 2.39
-
107 μάτρως
μᾱτρως (-ως, -ωος, -ωι, -ῳ; -ωες, -ώων.)1 relative on the mother's side.a mother's father μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν Opous O. 9.63b mother's brother, uncleεἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80
καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος, Πυθέα (Mingarelli, et Σ̆γρ ut vid.: Πυθέας codd., Wil., sed cf. I. 6.62) N. 5.43 ἄραντο γὰρ νίκας ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως (Er. Schmid: μάτρωες codd.: i. e. the sons of Lampon and their uncle Euthymenes) I. 6.62 dub.,μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος I. 7.24
c ancestor on the mother's sideεἰ δ' ἐτύμως ὑπὸ Κυλλάνας ὄρος, Ἁγησία, μάτρωες ἄνδρες ναιετάοντες ἐδώρησαν O. 6.77
ἕπεται δὲ ( ἐπέβα δὲ coni. Wil.),Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμά N. 10.37
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.37
]ματρω[ Πα. 7C. b. 2. -
108 πρᾶγμα
πρᾱγμα (-ατος, -ατι, -α, -άτων.)1 undertaking, businessδεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος O. 13.75
τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
μᾶτερ ἐμά, τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2
pl., ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν i. e. of duty O. 7.46 -
109 ἀνέχω
Aἀνέξω Archil. 82
, Luc.Hist.Conscr.4(s. v l.), alsoἀνασχήσω Hdt.5.106
,7.14, E.IA 732: [tense] aor.ἀνέσχον 11.17.310
, etc.; poet. ἀνέσχεθον ib.10.461, E. Med. 1027, [dialect] Ep. inf.ἀνσχεθέειν Od.5.320
: [tense] pf.ἀνέσχηκα S.E.M.7.190
, Phalar.Ep. 105:—[voice] Med. [full] ἀνέχομαι: [tense] impf. ἠνειχόμην (with double augm.) A.Ag. 905, S.Ph. 411, Th.1.77, etc.: [tense] fut.ἀνέξομαι 11.5.895
, S.El. 1028, D.18.160, etc.; alsoἀνασχήσομαι A.Th. 252
, Ar.Ach. 299, [dialect] Ep. inf.ἀνσχήσεσθαι 11.5.104
: [tense] aor.ἀνεσχόμην 18.430
, A.Ch. 747 codd., E.Hipp. 687 (where ἠνέσχου is contra metr.); more freq. with double augm.ἠνεσχόμην Hdt.5.48
, A.Ag. 1274; and [dialect] Att., as Ar.Nu. 1363, Th.3.28, Lys.3.3, etc.; sync. ; [ per.] 2sg. imper. ἄνσχεο (v. infr. c. 11):—[voice] Pass., D.H.3.55, LXX 4 Ma.1.35.A trans., hold up, lift up, χεῖρας ἀνέσχον held up their hands in fight (v. infr. c.1), Od.18.89 (later of pugilists, hold up the hands in token of defeat, Theoc.22.129):—freq. lift up the hands in prayer,θεοῖσι δὲ χεῖρας ἀνέσχον 11.3.318
, cf. 1.450, Archil.82, etc.; so ἄνακτι εὐχὰς ἀ. offer prayers, perhaps with uplifted hands, S.El. 636;ἄνεχε χέρας, ἄνεχε λόγον E.El. 592
; also ἀ. τὴν χεῖρα offer the hand (to shake), Theopomp.Com.82 (dub.).2 lift up as an offering,τάγ' Ἀθηναίῃ ληΐτιδι.. ὑψόσ' ἀνέσχεθε χειρί 11.10.461
; as a testimony,σκῆπτρον ἀ. πᾶσι θεοῖσι 7.412
; μαζὸν ἀ., of Hecuba entreating her son Hector, 22.80;κενεὰς.. ἀνέσχε γλήνας A.R.2.254
;ἄκουε δ' ἀν' οὖς ἔχων A.Fr. 126
.3 ἀ. φλόγα hold up a torch, esp. at weddings, E.IA 732: hence the phrase ἄνεχε, πάρεχε sc. τὸ φῶς) hold up, pass on the light in procession, Id.Tr. 308, Cyc. 203, cf. Ar.V. 1326; alsoἀ. φάος σωτήριον E.Med. 482
;τὸ σημεῖον τοῦ πυρός Th.4.111
.5 hold up, prop, sustain, οὐρανὸν καὶ γῆν, of Atlas, Paus.5.11.5;κίων ἀ. τὴν στέγην Oenom.
ap. Eus.PE 5.34:—[voice] Pass.,γέφυρα σκάφαις ἀνεχομένη D.H.3.55
:—but more freq.,b metaph., uphold, maintain,εὐδικίας Od.19.111
;πολέμους Th.1.141
; ὄργια ἀ. keep up the revels, Ar.Th. 948; remaining constant to,E.
Hec. 121 (v. infr. B. 3); οἰνῶπ' ἀνέχουσα κισσόν keeping constant to, haunting the ivy, S. OC 674 (s. v. l.); βαρὺν ἀνὰ θυμὸν ἔχοισα keeping up his anger, Theoc. 1.96.II hold back, check,ἄνεχ' ἵππους 11.23.426
;ἀ. τὰ ὅπλα διὰ τῶν ἀνακλητικῶν D.H.9.21
; ἀ. Σικελίαν μὴ ὑπ' αὐτοὺς εἶναι keep it from being.., Th.6.86;ἑαυτὸν ἀπό τινος Plu.2.514a
:—[voice] Pass.,ἀνέχεται τὰ πάθη ὑπὸ τοῦ λογισμοῦ LXX4 Ma.1.35
.B intr., rise up, emerge,ἀνσχεθέειν.. ὑπὸ κύματος ὁρμῆς Od.5.320
; of a diver, Hdt.8.8;σκόπελοι ἐν τῷ Νείλῳ ὀξέες ἀ. Id.2.29
;ἀ. ἐς ἀέρα A.R.3.1383
.b esp. in form ἀνίσχω, of the sun,πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα Hdt.3.98
, etc.; soλαμπὰς ἀνίσχει A.Ag.93
(lyr.);ἅμ' ἡλίῳ ἀνίσχοντι X.Cyn.6.13
, cf. Eub.119.9.c of events, arise, happen, Hdt.5.106,7.14.d appear, show oncself,ἄελπτον ὄμμα.. φήμης ἀνασχόν S.Tr. 204
; turn out, prove to be,μελοποιὸς ἢ τραγῳδὸς ἄριστος Eun.Hist.p.209D.
2 come forth,αἰχμὴ παρὰ.. ὦμον ἀνέσχεν 11.17.310
, cf. Plu. Caes.44; of a headland, jut out into the sea, Hdt.7.123, Th.1.46, etc.;ἀ. πρὸς τὸ Σικελικὸν πέλαγος Id.4.53
, cf. D.23.166; ἐς τὸν πόντον [τὴν ἄκρην] ἀνέχοντα jutting out with its headland into the sea, Hdt. 4.99 (dub. l.); reversely,κοιλάδες ἐς μεσόγαιαν ἐκ θαλάσσης ἀ. Str. 3.2.4
.3 hold on, keep doing, c. part.,ἀ. διασκοπῶν Th.7.48
; σε.. στέρξας ἀνέχει is constant in his love for thee, S.Aj. 212 (lyr., cf. supr. A.1.5b): c. dat., practise regularly,Eun.
Hist.p.249 D.: abs., wait,ταύτῃ ἀνέχειν Th.8.94
, cf. 2.18.4 hold up, cease, , cf. X.HG1.6.28; dub. l. in Hp.Epid.5.20.5 c. gen., cease from,οὐδὲ.. καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες S.OT 174
;τοῦ πολέμου App.Pun.75
;τοῦ φονεύειν Plu.Alex. 33
.—Hom. uses no tense intr. exc. [tense] aor.C [voice] Med., hold up what is one's own,ὁ δ' ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος 11.5.655
;δούρατ' ἀνασχόμενοι 11.594
, etc.: hence ἀνασχόμενος is often used abs. (sc. ἔγχος, ξίφος, etc.),πλῆξεν ἀ. 3.362
;κόψε δ' ἀ. Od.14.425
;πὺξ μάλ' ἀνασχομένω πεπληγέμεν 11.23.660
; also ἄντα δ' ἀνασχομένω χερσί ib. 686.II hold oneself up, bear up, οὐδέ σ' ὀΐω δηρὸν ἔτ' ἀνσχήσεσθαι ib.5.285, cf.Od.11.375: [tense] aor. imper. ἀνάσχεο, = τέτλαθι, be of good courage, 11.1.586; be patient,23.587
; ἀνὰ δ' ἔχευ is prob. l. for ἀνὰ δ' εὖ in Archil.6.2: in [tense] pres. part., ἀνεχόμενοι φέρουσι τὸν χειμῶνα they bear with patience, Hdt.4.28; Stoic mottoἀνέχου καὶ ἀπέχου Gell.17.19
.2 c. acc.,τοσσάδ' ἐνὶ φρεσὶν ᾗσιν ἀνέσχετο κήδεα 11.18.430
; ;τὴν δουλοσύνην οὐκ ἀ. Hdt.1.169
;τὰ πρὶν κακὰ ἠνειχόμεσθα A.Ag. 905
, etc.;χαλκὸν ἀνασχέσθαι 11.4.511
, etc.: c. acc.pers., οὐ γὰρ ξείνους.. ἀνέχονται they do not suffer or bear with strangers, Od.7.32, cf. 17.13; ;τούτους ἀνάσχου δεσπότας E.Alc. 304
, cf. Eup.6 D.: c. acc. rei et gen. pers., , cf. Ar.Lys. 507.3 c. gen., dub. in Hom., δουλοσύνης ἀνέχεσθαι v.l. in Od.22.423; soἅπαντος ἀνδρὸς ἀ. Pl.Prt. 323a
, cf. D.19.16; to be content with,τοῦ ἐν σώματι κάλλους Plot.5.9.2
.4 the dependent clause is mostly (always in Hom.) in part., οὐ μάν σε.. ἀνέξομαι ἄλγε' ἔχοντα I will not suffer thee to have.., 11.5.895; οὐ γὰρ ἀεργὸν [ὄντα] ἀνέξομαι I will not suffer one [to be].., Od.19.27;εἰ τὸν.. θανόντ' ἄθαπτον ἠνσχόμην νέκυν S.Ant. 467
;οὐκ ἀνέξεται τίκτοντας ἄλλους E.Andr. 712
; καὶ γάρ κ'.. ἀνεχοιμην ἥμενος for I would be content to sit.., Od.4.595;σοῦ κλύων ἀνέξεται A.Pers. 838
, cf. S. El. 1028, Ph. 411;ἀνάσχεσθε σιγῶσαι Id.Fr. 679
; alsoοὐ σῖγ' ἀνέξει; Id.Aj.75
: freq. in Prose, Hdt.1.80, 206, 5.19, al., Th.2.74, etc.;ἄποτος ἀ. Arist.HA 596a2
; alsoἀ. τοῦ ἄλλα λέγοντος Pl.R. 564d
;ἀ. τῶν οἰκείων ἀμελουμένων Id.Ap. 31b
;οὐδ' ἂν ἠνέσχεσθε εἴ τις.. D. 21.170
:—also in [voice] Act., .5 rarely c. inf., suffer,οὐκ ἀνέξομαι τὸ μὴ οὐ.. A.Eu. 914
;κοκκύζειν τὸν ἀλεκτρυόν' οὐκ ἀνέχονται Cratin.311
;ἀνακεκλίσθαι οὐκ ἀ. Aret.SA1.9
;ἀ. πάντα ὑπομένειν Alciphr.3.34
;σὺν ἄλλοις βιοῦν οὐκ ἀ. Ael.NA6.30
.c οὐκ ἀ., c. inf., refuse to do.., POxy.903.36,al.III rarely, hold on by one another, hang together,ἀνά τ' ἀλλήλησιν ἔχονται Od.24.8
. -
110 σκοπός
σκοπός, ὁ (σκέπτομαι), 1) der Schauer, der genau zusieht, der Aufseher, Achtgeber; παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν, Il. 23, 359; auch ἡ, Aufseherinn, ἥτε γυναικῶν δμωάων σκοπός ἐσσι κατὰ μέγαρα, Od. 22, 396. Bei Pind. bes. von Göttern und Königen, mit dem gen. des Landes oder Ortes, über welchen sie die Aufsicht od. Obhut haben, Ὀλύμπου σκοποί Ol. 1, 54, Δάλου 6, 59, Μαγνήτων N. 5, 27; Aufpasser, Lauscher, in tadelndem Sinne, Od. 22, 156; Kundschafter, Späher, der von einem hochliegenden Orte, einer Warte aus die Gegend umher beobachtet, ὃς Τρώων σκοπὸς ἷζε, Il. 2, 792; σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι, 10, 324, wo er sich als Spion ins feindliche Lager schleichen will, vgl. 526. 561; σκοποὶ ἷζον ἐπ' ἄκριας ἠνεμοέσσας, Od. 16, 365; οὐκ ἔλαϑε σκοπόν, Pind. P. 3, 27, σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῠ ἔπεμψα, Aesch. Spt. 36; Suppl. 636; τὸν σκοπὸν πρὸς ναῠν ἀποστελῶ πάλιν, Soph. Phil. 125; O. C. 1098; ἀπὸ τειχέων σκοποί, Eur. Troad. 956; σκοποὺς ἔπεμψε τούςδε τῶν ἐμῶν κακῶν, El. 354, u. sonst; Xen. Cyr. 1, 6, 40 (gew. κατάσκοπος) u. Folgde, wie Pol. – 2) das in der Ferne aufgesteckte Ziel, wonach man sieht od. zielt, u. übtr., Zweck, Absicht; νῠν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὖπ ω τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, Od. 22, 6; dah. οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῠ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυϑεῖται, 11, 344, nicht vom Ziele ab, so daß der Zweck verfehlt wird; σκοποῠ τυχεῖν, Pind. N. 6, 28; ἔπεχε σκοπῷ, Ol. 2, 98; ἔλασε σκοπόν, 11, 74, er traf das Ziel, erreichte es; παρὰ σκοπόν, 13, 90; ἔκυρσας ὥς τε τοξότης ἄκρος σκοποῠ, Aesch. Ag. 614; πάντες ὥςτε τοξόται σκοποῠ, τοξε ύετ' ἀνδρὸς τοῠδε, Soph. Ant. 1020; u. in Prosa sehr geläufig: οὗτος ἔμοιγε δοκεῖ ὁ σκοπὸς εἶναι, πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν, Plat. Gorg. 507 d; οἷον τοξότην φαῠλον ἱέντα παραλλάξαι τοῠ σκοποῠ καὶ ἁμαρτεῖν, Theaet. 194 a; ἀποτυγχάνω σκοποῠ, Legg. V, 744 a; σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχειν, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν, Rep. VII, 519 c; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 6, 29; σκοπὸν προέϑηκε κάλλιστον, Pol. 7, 8, 9; πρὸς τοῠτον τὸν σκοπὸν ἐποιεῖτο τὰς παρασκευάς, 15, 26, 6. – Die Accentuation des Wortes σκόπος in der ersten Bdtg ist falsch, s. Wolf Anal. II p. 469.
-
111 χορός
χορός, 1) der Chortanz, der Reigen, übh. der mit Gesang verbundene Tanz, vorzugsweise der feierliche, festliche, zu Ehren der Götter veranstaltete, φαίης τόν γε χορόνδ' ἔρχεσϑ', ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καϑίζειν Il. 3, 393; οὐ μὰν ἔς γε χορὸν κέλετ' ἐλϑέμεν, ἀλλὰ μάχεσϑαι 15, 508; ἰδὼν μετὰ μελπομένῃσιν ἐν χορῷ Ἀρτέμιδος, in dem zu Ehren der Artemis veranstalteten Festreigen, 183, vgl. 18, 590 ff.; von den Phäaken heißt es αἰεὶ δ' ἡμῖν δαίς τε φίλη, κίϑαρίς τε χοροί τε, Od. 8, 248; πέπληγον δὲ χορὸν ϑεῖον ποσίν 264; χορῷ καλή, schön im Chor, schön tanzend, Il. 16, 18; χορὸν ἔστησε Pind. P. 9, 118, u. öfter; vgl. Soph. El. 272; χορῶν κατάστασις Aesch. Ag. 23; ἄγε δὴ καὶ χορὸν ἅψωμεν Eum. 297; Soph. Ant. 152; Folgde; auch die Versammlung der Tänzer u. Sänger, welche gemeinschaftlich einen Chortanz aufführen; Μοισᾶν Pind. N. 5, 23; übh. Schaar, Hause, Soph. frg. 700; Plat. Prot. 327 d Theaet. 173 b u. sonst; auch von leblosen Dingen, εὔδιος ἀστέρων χορὸν χορεύει Dionys. 2, wo die Sterne noch im eigtl. Sinne als Reigentänze am Himmel aufführend zu denken sind; χορὸς καλάμων, δονάκων, die Reihe der Rohrflöten, welche zusammen die Pansflöte bilden, κιόνων, Säulenreihe, ὀδόντων, Zahnreihe, πρόσϑιοι, Vorderzähne, Ar. Ran. 548; vgl. Jac. A. P. p. 904 u. Ach. Tat. 469. – Aus den zu Ehren der Götter und bes. des Dionysos aufgeführten Chören entwickelte sich bekanntlich die Tragödie und die Eomodle, von denen der Chor immer (bei der ältern Comödie wenigstens, die neuere Comödie hatte keinen Chor) einen wesentlichen Bestandtheil bildete. Man unterschied daher χορὸς τραγικός (τραγῳδῶν Ar. Pax 778 Av. 787, τρυγικοί Ach. 693, τρυγῳδικοί 851), κωμικός und σατυρικός, Chor der Tragödie, der Comödie und des Satyrdrama's; χορὸν διδόναι wird von dem Archon in Athen gesagt, der dem Dichter die Erlaubniß zur Aufführung eines Stückes gab und ihm zugleich die Tänzer und Sänger zum Chor bewilligte, Plat. Rep. II, 383 c Legg. VII, 817 d; χορὸν αἰτεῖν Ar. Equ. 511; αἰτεῖσϑαι und λαμβάνειν Ran. 94; χορὸν ἔχειν Pax 775; εἰςάγειν Ach. 11; die Ausstattung und Einübung, auch die Erhaltung des Chors und die Bestreitung des Kostenaufwandes durch den Choregen fordern und erhalten; χορὸν διδάσκειν, den Chor einüben im Singen und Tanzen, was ursprünglich der Dichter selbst that; χορὸν ἱστάναι, den Chor aufstellen, bei der wirklichen Aufführung des Stückes im Theater, Ar. Nubb. 272 Av. 219; χοροῠ κατάστασις Th. 958. – 2) der Tanzplatz; λείηναν δὲ χορόν Od. 8, 260, wie man auch 264 πέπληγον δὲ χορὸν ποσίν zu erklären pflegt; ὅϑι τ' Ἠοῦς ἠριγενείης οἰκία καὶ χοροί εἰσι Ol. 12, 4, wie ἔνϑα δ' ἔσαν Νυμφέων καλοὶ χοροὶ ἠδὲ ϑόωκοι ib. 318. – Die Alten, wie Hesych, erkl. χορός für gleichbedeutend mit κύκλος, so daß es eigtl. die Kreisbewegung der Rundtänze bedeutet und krumm; Andere führten es auf χόρτος zurück, kreisförmiger Einschluß.
-
112 κεῖμαι
κεῖμαι (ΚΕΩ, vgl. κείω), κεῖσαι, auch κεῖαι, H. h. Merc. 254, κεῖται, ion. κέεται, Her., bei Luc. de dea Syr. κέαται; κεῖνται, ep. u. ion. (κείαται u.) κέαται, Il. 16, 24 u. öfter, κέονται, Od. 16, 232 Il. 22, 510; conj. κέωμαι, κῆται, 19, 32 Od. 2, 102, wofür Buttmann κεῖται als alte Conjunctivsorm beibehalten wollte; inf. κεῖσϑαι, ion. κέεσϑαι, Hippocr., partic. κείμενος. – Impf. ἐκείμην, ἔκειτο u. κεῖτο, Hom. auch κέσκετο, Od. 21, 41; ἔκειντο, κείατο, Il. 11, 192 u. öfter; auch κέατο, 13, 763. – Fut. κείσομαι, dor. κεισεῦμαι, Theocr. 3, 53. – 1) liegen, sowohl von Menschen u. Thieren, als von leblosen Dingen; – a) schlafend daliegen, schlafen, ruhen, Hom. u. Folgde; auch müssig daliegen, rasten, unthätig, unbeschäftigt sein, Il. 2, 688. 7, 230. 18, 121 u. sonst. – b) schwach, ohnmächtig, krank, verwundet daliegen, Il. 2, 721. 8, 537. 11, 659. 15, 240. 18, 435 Od. 5, 457. – c) todt daliegen, oft im Hom.; auch von den Begrabenen, κεῖται ϑανών Aesch. Pers. 317, κεῖσαι δ' ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδε Ag. 1471, ἐν ταὐτῷ τάφῳ κείσῃ Ch. 882, κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ Soph. Ant. 1225, νεοσφαγὴς κεῖται Ai. 883, κεῖται παρ' Ἅιδῃ Πόλυβος O. R. 972, ἐν Ἅιδο υ κείμενος El. 455, ἐν Ταρτάρῳ Pind. P. 1, 15, οἱ μὲν ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται πεσόντες Eur. Rhes. 415; Her. 1, 67 u. öfter; Plat. Menex. 242 d; bes. in späterer Prosa, Hdn. 2, 1, 19. 7, 5, 15. – Hingeworfen, hingestreckt sein, von den Ringern, Ar. Nubb. 126; οὐ κειμένῳ πω τόνδε κομπάζεις λόγον Aesch. Eum. 560. – Von verwüsteten Städten, in Schutt u. Trümmern liegen, Sp., wie Lycophr. 252; ἐπανορϑοῦσα εἴ τι τῆς πόλεως ἔκειτο Plat. Rep. IV, 425 a. – d) im dauernden Unglück liegen; Od. 1, 46. 21, 88; πάντων ἄμμορος ἐν βίῳ κεῖται Soph. Phil. 138; ἐν οἵοις κείμεϑ' ἄϑλιοι κακοῖς Eur. Phoen. 1633. – e) weggeworfen, vernachlässigt, verachtet daliegen, Il. 5, 685 Od. 17, 296 u. öfter, bes. von den unbestattet daliegenden Todten; Aesch. ἄναγε μάν, δόμοι, πολὺν ἄγαν χρόνον χαμαιπετεῖς ἔκεισϑ' ἀεί Ch. 964. – 2) von Gegenden, Inseln, Städten, gelegen sein; Od. 7, 244. 9, 25. 10, 196; Aesch. frg. 316; Eur. Bacch. 18; πόλις, Ἀττική, Her. 1, 178. 6, 139; auch umschrieben, ἐν τῇ γῇ κείμενά ἐστι τὰ Σοῦσα, wie unser »ist gelegen«, 5, 49; Thuc. oft, u. Folgde; πόλις αὐτάρκη ϑέσιν κειμένη, eine Stadt von einer sich selbst genügenden Lage, Thuc. 1, 37, wie Hippocr. sagt τὰς πόλιας ταύτας ϑέσιν κέεσϑαι νοσερωτάτην, sie haben eine sehr ungesunde Lage. – Eben so von Sachen = sich an einem Orte befinden, sein; δίφρος, ϑρῆνυς κεῖται, Od. 17, 331. 410; εὐνή, 16, 35; οἶκος, 24, 358; κέσκετο μνῆμα 21, 41; ϑρόνος, κλίνη, χαλκήϊον, Her. 1, 9. 181. 4, 81; δίφρος, Plat. Rep. I, 328 c. – In vielen Vrbdgn entspricht es dem act. τίϑημι u. vertritt die Stelle des perf. pass. τέϑειμαι, gestellt, gelegt sein; εἰς ἀνάγκην κείμεϑα Eur. I. T. 620; εἰς ὀλίγην κεῖται κόνιν Agath. 51 (IX, 677); κεῖμαι εἰς Ἄϊδος εὐνάς Ep. ad. 677 (App. 260); niedergelegt, aufbewahrt u. dah. vorräthig sein; κτήματα, κειμήλια κεῖται ἐν δόμοις u. ä.; oft Hom.; βασιλῆϊ δὲ κεῖται ἄγαλμα Il. 4, 144; ähnl. κείσεταί σοι εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἀνάγραπτος Thuc. 1, 129; von der an der Wand hangenden Lyra, Od. 8, 225; von dem unter dem Bauche des Widders hangenden Odysseus, 9, 434; τράπεζαι ἔκειντο Lys. 13, 37; εὐκρινῶς κειμένας χύτρας Xen. Oec. 8, 19. – Uebertr. von Gemüthszuständen, πένϑος ἐνὶ φρεσὶ κεῖται, Trauer ist in, liegt auf der Seele, Od. 24, 423; ϑεῶν ἐν γούνασι κεῖται, es liegt in den Knieen, d. h. in der Macht der Götter, hängt von ihrer Bestimmung, ihrem Willen ab; ἐν ὑμῖν ὡς ϑεῷ κείμεϑα Soph. O. C. 247, wir ruhen in euch, hangen von euch ab, unsere Hoffnungen beruhen auf euch; ἐν γὰρ τῇ κλυτὰ πείρατα κεῖται ἀέϑλων Ap. Rh. 2, 424; ἐν τῇ συγκλήτῳ κεῖται, es steht beim Senat, hängt von ihm ab, Pol. 6, 15, 6; vgl. Schäfer zu D. Hal. de C. V. 439. – Bes. tritt das Verhältniß zu τίϑημι hervor in folgenden Vrbdgn: – a) κεῖται ἄεϑλον, der Kampfpreis ist ausgesetzt, Il. 23, 723; Her. 8, 26. 93; ὅπλων ἔκειτ' ἀγὼν πέρι Soph. Ai. 916; auch νεῖκος, O. R. 490. – b) vom Gesetz; νόμος τοῖς τ' ἐλευϑέροις ἴσος καὶ τοῖσι δούλοις αἵματος κεῖται πέρι, ist gegeben, besteht, Eur. Hec. 292; καινὰ κεῖσϑαι ϑέσμ' ἐν ἀνϑρώποις τανῦν Med. 494; βοηϑεῖν τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις, den bestehenden, vorhandenen Gesetzen, = τοῖς τεϑειμένοις, Ac. Plut. 914; νόμων ὅσοι ἐπ' ὠφελείᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται, die zum Nutzen der Beleidigten gegeben worden, Thuc. 2, 37, neben ὅσοι ἄγραφοι ὄντες; oft in Prosa νόμοι, νόμιμα, Plat. Legg. IV, 705 d XI, 930 e Polit. 300 d; νόμοι κεῖνται περί τινος Antiph. 6, 1 u. sonst; auch πάτρια ἔϑη, Plat. Polit. 299 d; auch mit ὑπό verbunden, Xen. Hem. 4, 4, 21, wie Dem. τῷ ὑφ' ἑαυτοῦ πρότερον κειμένῳ νόμῳ τἀναντία ϑεῖναι, 24, 62; νόμος κείμενος dem καινός entgeggstzt, 24, 25, womit Is. 6, 32 zu vgl., ὡς οὐκέτι κέοιτο ἡ συνϑήκη, nicht mehr bestehe; eben so κείμεναι ζημίαι, Lys. 14, 9, die gesetzlich bestimmten, festgesetzten Strafen, wie Thuc. 3, 45; Plat. Legg. X, 909 d, der auch τὰ ἐν γράμμασι τεϑέντα καὶ κείμενα vrbdt, VII, 793 b; das Ausgesprochene, Festgesetzte, ἐπεκύρουν τὰς κειμένας ὑπὸ τῶν ὑπατικῶν γνώμας D. Hal. 7, 47; ὡμολογημένον ἡμῖν κεῖται Plat. Polit. 300 e; τοῦτο ἡμῖν οὕτω κείσϑω, es soll so bestimmt, festgesetzt sein, Soph. 250 e. – Bes. bei Sp. κεῖται παρά τινι, es findet sich bei einem Schriftsteller, wird bei ihm gelesen, vgl. Ath. II, 58 b IV, 165 d. – c) vom Namen, κεῖται ὄνομα, der Name ist gegeben, Her. 4, 184; τῷ οὔνομα κεῖται Δύρας, er heißt Dyras, 7, 198; ὀρϑῶς αὐτῷ τὸ ὄνομα κεῖται Plat. Crat. 395 c; περὶ ἅττ' ἂν κέηται τὰ ὀνόματα Soph. 257 c; Xen. ὁ μὲν ἀλαζὼν ἔμοιγε δοκεῖ ὄνομα κεῖσϑαι ἐπὶ τοῖς Cyr. 2, 2, 12. – d) bei Adverbien; εὖ κεάμενα, das im guten Zustande Befindliche, Aesch. Ch. 682; ὡς πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς κεῖται Soph. Phil. 501; εἰ ταῦτ' ἀνατεὶ τῇδε κείσεται κράτη Ant. 481; εὖ κειμένων τῶν πρηγμάτων Her. 8, 102; μὴ κινεῖν εὖ κείμενον Plat. Phil. 15 e. – e) vom Gelde; κἄν τι πηρώσω γέ σοι τὸν παῖδα τύπτων, τἀργύριόν σοι κείσεται, das Geld soll erlegt werden, daliegen, Ar. Ran. 627; πολλὰ χρήματα ἐπὶ τῇ τούτου τρα-πέζῃ κεῖταί μοι, ist bei diesem Wechsler angelegt, Isocr. 17, 44; παρά τινι Plat. Epist. VII, 436 c. – f) von Weihgeschenken, die in den Tempeln niedergelegt od. aufgestellt sind, ἀνάϑημα κεῖται ϑεῷ.
-
113 δόξα
δόξα, ἡ (δοκέω), Meinung, Ansicht, Vorstellung, Erwartung; Geltung, Ruf, Ruhm. Homer zweimal: Iliad. 10, 324 σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι, οὐδ' ἀπὸ δόξης, ich werde von deiner Erwartung nicht fern sein, d. h. ich werde deine Erwartungen nicht täuschen, werde sie erfüllen, vgl. Scholl. u. Apoll. Lex. Hom. p. 60, 15, welche δό-ξης durch δοκήσεως erklären; Odyss. 11, 344 οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῠ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυϑεῖται βασίλεια περίφρων· ἀλλὰ πίϑεσϑε, die Königin redet nicht fernab vom Ziele und von der Erwartung, d. h. ihre Worte treffen das Ziel u. die Erwartung, sie sagt was wir beabsichtigten und erwarteten. – Folgende: 1) die Meinung (Vorstellung, Ansicht, Erwartung), welche man hegt; παρὰ δόξαν Plat. Phaed. 95 a; παρὰ δόξαν ἢ ὡς αὐτὸς κατεδόκεε, anders als er erwartet hatte, Her. 1, 79. 8, 4; δόξης ἁμαρτίᾳ Thuc. 1, 32; κατὰ δόξαν, der Erwartung, Ansicht nach, Plat. Gorg. 469 c; κατά γε τὴν ἐμὴν δόξαν, wenigstens nach meiner Ansicht, Phil. 32 c, wie δόξῃ γοῦν ἐμῇ Soph. Tr. 715; ὡς ἡ ἐμὴ δόξα Plat. Rep. IV, 435 d. Bei den Philosophen, bes. den Akademikern, = Vorstellung, Meinung, im Ggstz des Wahren u. Wirklichen; ἀντὶ δόξης ἀλήϑειαν Plat. Conv. 218 e; vgl. Arist. Eth. Nic. 6, 9, 10. wie auch Antiph. 3 β 2 δόξῃ καὶ μὴ ἀληϑείᾳ τὴν κρίσιν ποιήσασϑαι sagt; im Ggstze von γνῶσις Plat. Rep. V, 478 c; dah. geradezu = Vorurtheil, Wahn, Einbildung; Aesch. Ch. 1053; von einer Traumerscheinung, Eur. Rhes. 780; πλήϑους δόξαν παρέχειν Xen. Cyr. 6, 3, 30, den Schein der Menge erregen, zahlreich zu sein scheinen. Doch auch allgem., Ansicht über etwas; περί τινος, Plat., der ψευδεῖς καὶ ἀληϑεῖς δόξαι entgegensetzt, Phil. 37. b u. öfter; δόξαν παρεῖχε τοῖς πολεμίοις μὴ ποιήσεσϑαι μάχην, er brachte ihnen die Meinung bei, Xen. Hell. 7, 5, 21; ἔστιν οἷς δόξαν παράσχοιντ' ἄν, ὡς μανικῶς ἔχοντες, sie machten sie von sich glauben, daß, Plat. Soph. 216 d, u. A. Auch der Beschluß; δόξα κεῖται Eur. Troad. 179; bes. Lehrsätze der Philosophen, Arist. Metaphys. 3, 6; αἱ κύριαι δόξαι, des Epikur, Cic. fin. 2, 7. – 2) die Meinung, in der man bei Anderen steht; B. A. 242 ὁ παρὰ τῶν πολλῶν ἔπαινος ( Ruf), εὔκλεια ἡ δόξα παρὰ τῶν ἀγαϑῶν; Ruhm, σεμναί Aesch. Eum. 351; Soph. O. C 259; ἡ παρὰ τῶν ἀνϑρώπων δ. Plat. Phaedr. 232 a; σεμνὴν δ. λαβεῖν Polit. 290 d; δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι, sie standen in dem Rufe, daß sie unüberwindlich seien, Menex. 241 b; Plut. Thes. 3; δόξαν ἔχουσιν ὥς εἰσι ϑαυμαστοί Dem. 2, 17. Selten im schlimmen Sinne: δόξα φαύλη Dem. 24, 205; αἰσχρὰν περιάπτειν τῇ πόλει Lept. 10.
-
114 ὀτρύνω
ὀτρύνω, antreiben, ermuntern, zum Kampf u. übh. zu einer raschen, Kraft erfordernden Thätigkeit; Λυκίους, Il. 5, 482; ὀτρύνεις δὲ καὶ ἄλλον ὅϑι μεϑιέντα ἴδηαι, 13, 229; τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις, 8, 294, wie ὄτρυνε πάρος μεμαυῖαν 4, 73, öfter; ἔμ' ὀτρύνει κραδίη, 10, 319; ϑυμός, wo ἐπὶ νῆας dabeisteht, 24, 259; auch γαστήρ, Od. 18, 54; – c. inf., πολεμίζειν, μάχεσϑαι, Il. 4, 294. 414. 5, 520 u. öfter; auch μάλα δ' ὀτρύνουσι τοκῆες γήμασϑαι, Od. 19, 158; καταπαυέμεν, 2, 244; ἀνστήμεναι, Il. 10, 55, vgl. Od. 8, 90; πομπήν τ' ὀτρύνω δόμεναι, 9, 518. 14, 374; – εἴς τι, z. B. ἐς βρωτύν, zum Essen, Il. 19, 205, vgl. 15, 59 Od. 1, 85. 15, 37; – ἐπί τι, Il. 24, 289; – πόλιν εἴσω, Od. 15, 40; πόλινδε, nach der Stadt zu gehen, 15, 306, wie πόλεμόνδε, 2, 589. 19, 69; – seltener von Thieren, antreiben, anspornen, οὐρῆας, Il. 23, 111, ἵππους, 16, 167 u. öfter, κύνας, 18, 584; von Sachen, πομπήν, betreiben, beschleunigen, mit emsigem Eifer, Od. 7, 151. 8, 30. 11, 357; ὁδόν τινι, 2, 253; ἀγγελίην, 16, 355; auch μάχην, Il. 22, 277; – pass. eilen, Od. 7, 222, u. so ist auch Il. 7, 420 mit Bekker ὠτρύνοντο νέκυς τ' ἀγέμεν für ὤτρυνον νέκυάς τ' ἀγέμεν zu lesen. – So auch die folgdn Dichter, bes. c. inf., ἐμὲ πὰρ ϑυμὸς ὀτρύνει φάμεν, Pind. Ol. 3, 38, vgl. N. 1, 7 P. 4, 164; ὄτρυνον ἑταίρους κελαδῆσαι, Ol. 6, 87; auch auffallend c. dat. der Person, ἦ μάν νιν ὤτρυνον ϑαμὰ ϑεραπόντεσσιν φυλάξαι, P. 4, 40; ὤτρυνε ϑεσμὸν μὴ χαρίζεσϑαι πυρός, Aesch. Ag. 295; Ἔρις ἅδ' ὀτρύνει, Spt. 708; ὀτρύνουσά νιν, Soph. Ai. 758; σὺ ἡμᾶς τ' ὀτρύνεις καὐτὸς ἐν πρώτοις ἕπει, El. 28; ὄτρυν' ἔγχος ἀείρειν, Eur. Rhes. 25; ὤτρυνεν φέρειν, Alc. 758; einzeln bei sp. D.
-
115 φτάνω
(αόρ. έφτασα) 1. αμετ.1) добираться; приходить; прибывать; приезжать;φτάνω μέχρι της κορυφής — добраться до вершины;
έφτασαν νέα εμπορεύματα прибыли новые товары;έφτασα! иду!, сейчас!, сию минуту!; я здесь!, вот я!; 2) перен. приходить, наступать (о времени);φτάνει ο χειμώνας — наступает зима;
έφτασε η στερνή του ώρα настал его последний час;έφτασε η ώρα των λογαριασμών настал час расплаты; 3) дойти до..., достичь (какого-л. места, момента, состояния и т. п.);αυτός μού φτάνει ως τόν.ώμο — он мне по плечо;
τό μονοπάτι φτάνει ως την κορφή τού,βουνού — тропинка доходит до вершины горы;
η φήμη του έφτασε ακόμη και στο Παρίσι слева о нём дошла до Парижа;όσο φτάνει το μάτι — насколько видит глаз;
φτάνω στα — икра дойти до крайности, до крайней точки;
τό πράγμα έφτασε στο απροχώρητο дело зашло в тупик;φτάνω στο άκρον άωτον — дальше ехать некуда;
φτάνω σε απόγνωση — доходить до отчаяния;
4) достигать, добиваться -(чего-л.);φτάν στο σκοπό μου — добиться своей цели;
5) перен. доходить, достигать (до чьего-л. слуха и т. п.);αυτό δεν έφτασε ως τ' αυτιά μου я итого не слышал;ως εκεί φτάνει το μυαλό μου — это я ещё могу понять;
τό μυαλό μου δεν φτάνει ως εκεί — это выше моего понимания;
6) быть достаточным, хватать;φτάνει και περισσεύει — более чем достаточно;
δέκα δραχμές μού φτάνουν — десять драхм мне хватит;
αυτό με ( — или μού) φτάνει — с меня довольно;
φτάνουν πιά τα πείσματα — довольно упрямиться;
σα να μη μας έφταναν όλα τ' άλλα! только этого нам не хватало!;7) απρόσ. достаточно, хватит, довольно;§ φτάνει μόνο να θυμηθείς... — только бы тебе не забыть;
δεν φτάν — ст, ότι... — мало того, что...;
2. μετ.1) догонять; настигать; достигать; 2) перен. догнать (кого-л.); сравняться (с кем-л.); τον έφτασα στα μαθηματικά я его догнал по математике;καμμιά δεν [τη φτάνει στην ομορφιά — никто не может сравниться с ней красотой;
έφτασε τη μάν[ν]α της στο μπόϊ ростом она догнала свою мать;3) доставать; φτάσε μου το βιβλίο από το απάνω ράφι достань мне книгу с верхней полки; 4) срывать, рвать, собирать (плоды с деревьев); § λέει ό, τι φτάσει он говорит всё, что придёт в голову; έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο дальше ехать некуда -
116 ἀλκά
ἀλκά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αί)a valour, courageI sing., τόνδ' ἀνέρα ὁρῶντ ἀλκάν i. e. with courage in his gaze O. 9.111τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
αἰδεσθέντες ἀλκάν P. 4.173
“ γεύεται δ' ἀλκᾶς ἀπειράντου” P. 9.35ὦ Τιμόδημε, σὲ δἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
met., ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει (construe with τρέφει or καρτερώτατον v. von der Mühll, M. H., 1954, 52.) O. 1.112 c. gen., δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν courage, strength against N. 7.96II pl., valiant actionsταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12
]ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι[ ( ἀλκᾷ Theon ap. Σ.) Pae. 2.37b fightτὰ δὲ καί ποτἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν O. 13.55
c in periphrasis, c. gen., valorous...καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.38
ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ I. 4.35
d frag. ]ἀλκὰν Ἀχελωίου κρανίον τοῦτο ζάθε[ον Pae. 21.9
]εν ἀλκὰνεοις φιλ[ ?fr. 348a. -
117 ἄν
ἄνa c. opt.ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν O. 2.16
λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν O. 2.18
τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.100κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα O. 8.62
[v. l. διαλλάξαιντ' ἄν ( διαλλάξαιντο codd. cett.) O. 11.20]τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103
ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46
φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις Παρθ. 1. 11.b c. ind. aor.ἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30
παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ ἀντιπάλων N. 11.26
c dub.I c. ind. fut. [ μαθὼν δέ τις ἂν ἐρεῖ (codd., quorum lectionem recepit Snell, conferens Schwyz-Debr. 2. 351. 2.: ἀνερεῖ Gildersleeve, cf. infra 3.) N. 7.68]II μέλανος ἂν ( δ' ἂν codd.: δ del. Er. Schmid: ἂν om. codex unus: μέλανα δ coni. Hermann: μέλανος ὅγ Bowra.) ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτουλτ;στείχοι> (coni. Wil.: ἐν codd.: θανάτοἰ ἔσχε Shackle: θάνατόν γ' ἔσχε Boeckh: ἄν vel ἀν edd.) P. 11.56 Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας ἂν κίνδυνον (sic Σ: alii post ἔκρινας distinxerunt, ἄν = ἀνὰ interpretati.) N. 9.352 in subord. clause. (cf. ὅταν, ὁπόταν.)a c. subj.,I temporalοἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης πατρὶ ἑορτὰν κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.67
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται σάος, πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται P. 3.106
—εὖτ' ἂν μόλῃ P. 4.76
τάκομαι, εὖτ' ἂν ἴδω fr. 123. 11.II relativeἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
δίδωσί τε Μοῖσαν οἶς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65
εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
[ τὰ δ' αὐτὸς ἄν τις τύχῃ (codd. contra metr.: ἀντιτύχῃ Mingarelli) N. 4.91]b c. opt., in relative clause.εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.119
in object clause.ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις, ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν O. 7.42
3 dub., due to false division of words. cf. N. 7.68, I. 8.47 [ περ ἂν codd.: πέραν corr. Hermann N. 7.75 ἂν ἔχοι codd.: ἀνέχοι corr. Thiersch N. 7.89 ἂν ἀξίαις codd.: ἀναξίαις corr. Alberti N. 8.10]4 frag. ]οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3. -
118 ἅρμα
1 chariot ἅρμα θοὸν τάνυεν sc. Poseidon O. 8.49τίς ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
εὔδοξον ἅρματι νίκαν P. 6.17
Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι P. 11.46
ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (sc. Ἄδραστος) N. 9.12ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14
ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι i. e. Poseidon I. 1.54ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.16
( φάμα):ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25
ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5
ἅρμα Θηβαῖον (sc. ἐξοχώτατόν ἐστι) fr. 106. 5. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. pl. pro sing., “ ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” O. 1.77Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι P. 1.33
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον ( ἔν τ' ἄρματα v. l.) P. 2.11χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων N. 6.51
ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὡς ἐπὶ τῶν ἁρμάτων ὁ ῥυμὸς μέσος ἐστίν, οὕτως ὁ Σωγένους οἶκος ἐξ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν ἔχων τὰ σὰ τεμένη, μέσος ἐστίν. Σ.) N. 7.93 met., chariot of the Muses, i. e. song,ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110
Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν, τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον P. 10.65
ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.61
πο] τανὸν ἅρμα Μοισα[ Πα. 7B. 13. -
119 εἰρήνα
1 peaceἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις P. 9.23
αὐτὸν μὰν ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον (sc. Ἡρακλέα) N. 1.69 pro pers., ἐν τᾷ (sc. Κορίνθῳ)γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα, τάμἰ ἀνδράσι πλούτου, χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος O. 13.7
-
120 εὐθυμία
1 joyἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' Pae. 1.2
pl., moments of joy,εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34
pro pers., τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155.
См. также в других словарях:
Ζίγκμπαν, Κάι Μαν — (Kai Manne Siegbahn, Λουντ 1918 –). Σουηδός φυσικός. Γιος του Καρλ Μαν Ζίγκμπαν, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ φυσικής, το 1924. Σπούδασε φυσική, χημεία και μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, την περίοδο 1936 42. Διετέλεσε καθηγητής … Dictionary of Greek
μαν(ν)όγαλο — και μαν(ν)όγαλα, το (Μ μαννογαλον) 1. το γάλα τής μάννας 2. γάλα που προέρχεται από μητέρα και από την κόρη της όταν συμβεί να έχουν τεκνοποιήσει και να θηλάζουν και οι δύο την ίδια εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάννα (I) + γάλα (πρβλ. ρυζόγαλο)] … Dictionary of Greek
μαν — μάν, ὁ (Α) (δωρ. και παλαιός επικ. τ.) βλ. μήνας … Dictionary of Greek
Μαν, Τόμας — I (Thomas Mun, Λονδίνο 1571 – 1641). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν έμπορος στην Ιταλία και στην Ανατολή, ανέλαβε κατόπιν διευθυντική θέση στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (1615). Κύριος εκπρόσωπος της τάσης που αργότερα ονομάστηκε μερκαντιλισμός… … Dictionary of Greek
Μαν, νησί του- — Νησί, αυτοδιοικούμενη κτήση του Βρετανικού Στέμματος, στην Ιρλανδική θάλασσα. Βρίσκεται περίπου στο μέσον της απόστασης μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Αγγλίας. Περιλαμβάνει επίσης τη νησίδα Καφ οφ Μαν, στη νοτιοδυτική ακτή.Η πρωτεύουσα του ν.τ.Μ.… … Dictionary of Greek
Μαν, Χάινριχ — (Heinrich Mann, Λίμπεκ, 1871 – Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια, 1950). Γερμανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ήταν γιος ενός πλούσιου μεγαλέμπορου και μεγαλύτερος αδερφός του διάσημου συγγραφέα Τόμας Μαν. Σπούδασε στο Βερολίνο και στο… … Dictionary of Greek
Μαν, Χόρας — (Horace Mann, Φράνκλιν, Μασαχουσέτη, 1796 – Γέλοου Σπρινγκς, Οχάιο 1859). Αμερικανός παιδαγωγός. Καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Κατάφερε ωστόσο να γίνει δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Μπράουν, απ’ όπου αποφοίτησε με διάκριση το 1819.… … Dictionary of Greek
Μαν, Κλάους — (Klaus Mann, Μόναχο, 1906 – Κάνες, 1949). Γερμανός συγγραφέας και ποιητής. Ήταν το πρώτο από τα έξι παιδιά του μεγάλου συγγραφέα Τόμας Mαν. Εργάστηκε και ως θεατρικός κριτικός, ηθοποιός και δημοσιογράφος. Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού,… … Dictionary of Greek
Μαν, Άντονι — (Anthony Mann, Σαν Ντιέγκο, 1906 – Βερολίνο, 1967). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη Εμίλ Άντον Μπάντμαν (Emil Anton Bundmann). Αμέσως μετά το σχολείο άρχισε να δουλεύει ως ηθοποιός στο Μπροντγουέι και ως παραγωγός. Τη δεκαετία του … Dictionary of Greek
Μαν, Μάικλ — (Michael Mann, Σικάγο 1943 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν και παρακολούθησε μαθήματα στο London International Film School. To 1965 άρχισε την καριέρα του με τηλεοπτικές… … Dictionary of Greek
Ρέι, Μαν — (Ray, Φιλαδέλφεια 1890 – Παρίσι 1976). Αμερικάνος ζωγράφος, γλύπτης, φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Σπούδασε αρχιτέκτονας και μηχανικός στη Νέα Υόρκη, όπου παρακολούθησε και μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Σχεδίου. Εργάστηκε ως σχεδιαστής,… … Dictionary of Greek