-
1 κωμικός
κωμικός, komisch, die komische Dichtkunst betreffend, nach Art der komischen Dichter, witzig, spöttisch; δρᾶμα, χορός, ὄρχησις, Poll. u. a. Sp.; ὑποκριτής, Schauspieler der Comödie, Aesch. 1, 157, wie οἱ κωμικοί Alexis bei Ath. XIII, 568 b; χάρις Luc. musc. encom. 11; ἱλαρῷ καὶ κωμικῷ προςώπῳ Luc. calumn. 24; Plut. Anton. 29; ὁ κωμικός, der komische Dichter, Pol. 12, 13, 3 u. Sp.; bei den Gramm. vorzugsweise Aristophanes. – Adv. κωμικῶς, komisch, Schol. Ar. Ach. 253, D. L. 5, 88.
-
2 κωμικός
-
3 κωμικος
I3комический, комедийный(χορός Arst.; προσωπεῖον Luc.)
IIὅ1) комический актер, комик Polyb.2) комедийный поэт, комедиограф Plut.3) Luc. = Ἀριστοφάνης См. Αριστοφανης -
4 κωμικός
κωμικόςof: masc nom sg -
5 κωμικός
A of or for comedy, comic, later form forκωμῳδικός, κ. ὑποκριτής Aeschin.1.157
; L 15 (Delph., ii B.C.); κ. χορός, ὄρχησις, Arist.Pol. 1276b5, Demetr.Lac.Herc.1012.21;προσωπεῖον Luc.
Bis Acc.33;ἱλαρῷ καὶ κ. προσώπῳ Id.Cal.24
, cf. Plu.Ant.29.II Subst. κωμικός, ὁ, comedian, i.e. either comic actor, Alex.98.13; or comic poet, Plb.12.13.3, Phld.Mus.p.16 K. (pl.), Plu.2.62e, etc.; ὁ κ., κατ' ἐξοχήν, = Aristophanes, Luc.Prom.Es2, etc. Adv. -κῶς Ph.1.473
, D.L.5.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωμικός
-
6 κωμικός
η, ό[ν] 1.1) комичный, смешной, забавный; 2) театр, комический, комедийный; 2. (ο) комик -
7 κωμικός
[комикос] επ (θεατρ) комический, комичный. -
8 κωμικός
[комикос] ουσ α комик. -
9 κωμικός
1) burlesque2) comique3) drôle -
10 κωμικός
1) dziwny przym.2) komiczny przym.3) śmieszny przym.4) ucieszny przym.5) zabawny przym. -
11 κωμικός
1) podivný2) směšný3) žertovný -
12 κωμικός
1) comic2) funnyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κωμικός
-
13 κωμικά
κωμικόςof: neut nom /voc /acc plκωμικά̱, κωμικόςof: fem nom /voc /acc dualκωμικά̱, κωμικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 κωμικώτερον
κωμικόςof: adverbial compκωμικόςof: masc acc comp sgκωμικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
15 κωμικόν
κωμικόςof: masc acc sgκωμικόςof: neut nom /voc /acc sg -
16 κωμικώτατα
κωμικόςof: adverbial superlκωμικόςof: neut nom /voc /acc superl pl -
17 κωμικαί
κωμικόςof: fem nom /voc pl -
18 κωμικοί
κωμικόςof: masc nom /voc pl -
19 κωμικούς
κωμικόςof: masc acc pl -
20 κωμικέ
κωμικόςof: masc voc sg
См. также в других словарях:
κωμικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… … Dictionary of Greek
κωμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αστείος, εύθυμος, φαιδρός. 2. το αρσ., κωμικός ως ουσ., δηλώνει τον ποιητή ή τον ηθοποιό κωμωδιών. 3. το ουδ., κωμικό ως ουσ., δηλώνει καθετί που προκαλεί το γέλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωμικά — κωμικός of neut nom/voc/acc pl κωμικά̱ , κωμικός of fem nom/voc/acc dual κωμικά̱ , κωμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμικώτερον — κωμικός of adverbial comp κωμικός of masc acc comp sg κωμικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμικῶν — κωμικός of fem gen pl κωμικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμικόν — κωμικός of masc acc sg κωμικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμικώτατα — κωμικός of adverbial superl κωμικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τηλεκλείδης — Κωμικός ποιητής, που έζησε στους χρόνους του Περικλή, στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ., και πριν από την περίοδο της αττικής κωμωδίας του Αριστοφάνη. Ανήκε στη μερίδα των αριστοκρατικών και ήταν φίλος του πολιτευτή Θουκυδίδη και του Νικία. Γι’… … Dictionary of Greek
κωμικαῖς — κωμικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμικαί — κωμικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)