Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καϑᾶραι

См. также в других словарях:

  • καθαραί — καθαρός physically clean fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρᾶι — καθαρᾷ , καθαρός physically clean fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • очистити — ОЧИ|СТИТИ (121), ЩОУ, СТИТЬ гл. 1. Очистить, сделать чистым: Ходѧи въ чистѣ ризѣ. аще и ѥдина прильнеть ѥи. не почиѥть даже и очистить ю. а ходѧи въ сквьрньнѣ ризѣ небрѣжеть ѥ˫а. аще и вьсѧ сквьрньна бѹдеть. Изб 1076, 252; аще ли лѣтъмь вещь свою …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CAEDIM lustrandi et expiandi ritus — apud Athenienses, olini sollennis memoratur Lege illâ apud Demosthenem comra Macart. Τοὺς δ᾿ ἀπογινομένους εν τοῖς δήμοις οὓς ἄν μηδεὶς ἀναιρῆται, ἐπατγελλέτρα ὁ Δήμαρχος τοῖς προσήκουσιν ἀναιρεῖν καὶ θάπτειν καὶ καθαίρειν τὸν δῆμον τῇ ἡμέρα?, ᾗ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NEFASTI Dies — dicebantur Romanis, quibus non licebat Praetori verba illa sollemnia fari, quae Fastisobtinebatn: Do, dico, Addico. Fastis enim diebus, dabat actionem, dicebat ius, addicebat tamres, quam homines, Ioach. Camerarius in Orat. Cicer. pro Flacco: qui …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …   Dictionary of Greek

  • εμποίησις — ἐμποίησις, η (Α) 1. παραγωγή, δημιουργία, παρουσίαση («ἐμποίησις δογμάτων», Δίων Κ.) 2. έγερση αξιώσεως, απαιτήσεως («ἄρουραι καθαραὶ ἀπὸ πάσης ἐμποιήσεως», Πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»