-
1 κατακρίσιμος
II of a case, ready to be judged, Sammelb. 5230.18 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακρίσιμος
-
2 κρί̄νω
κρί̄νωGrammatical information: v.Meaning: `separate, choose, select, decide, judge, condemn, accuse, apply' (Il.); ὑπο-κρίνομαι `aswer' (Il.), `on the stage answer (the choir), be actor' (Att.), ἀπο- κρί̄νω `answer' (Att.).Other forms: (Thess. κρεννέμεν), aor. κρῖναι (Lesb. κρίνναι), pass. κριθῆναι (ep. also κρινθήμεναι; metr. easy, s. Schwyzer 761, Chantraine Gramm. hom. 1, 404), perf. midd. κέκριμαι, act. κέκρικα (Pl. Lg.), fut. κρινῶ, ep. Ion. κρινέω, Dor. - ίω.Derivatives: 1. ( ἀπό-, διά- etc.) κρίσις `decision, judgement, tribunal etc.' (Pi., IA.; Holt Les noms d'action en - σις 103 f.) with κρίσιμος `decisive, critical' (Hp., Arist.; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 53f.), ἀποκρισιά-ριος `secretary' (pap. VIp). - 2. ( ἀπό-, ἐπί-, σύν-, πρό-)κρίμα `decision etc.' (hell.), κρῖμα = κρεῖμα (A. Supp. 397; s. below); σύγκριμα `body formed by combining' (hell.) with συγκριμάτιον `small body' (M. Ant.), - ματικός (Gal.). - 3. ( ἀν-)κριτήρ `judge, examiner' (Dor.), κριντήρ `id.' (Gortyn), κριτής `judge, arbiter' (Ion. Att.), often from the prefixcompp., e.g. ὑποκριτής `actor etc.' (Att.; Else WienStud. 72, 75ff.); κριτήριον `(decisive) mark, tribunal' (Att., Arg.), ἐπι-̃ `court of justice' (Creta) ; ἐγκριτήριος `for admission' (Corinth IIp); further see κριτήρ, - τής, - τήριον in Fraenkel Nom. ag. [s. Index]. - 4. κριτός `selected, ' (Il.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 21) with Κρίτων, Κρίτυλλα (Leumann Glotta 32, 225 n. 1 = Kl. Schr. 250 A. 2); ἔκ-, σύγ-κριτος etc. (IA.); ( δια-, ἐπι-, συν-) κριτικός `of the κρίσις' (Pl., Arist.). - 5. - κριδόν, e.g. διακριδόν `separated' (Il.), διακριδά `id.' (Opp.). - 6. On κρίμνον s. v.Origin: IE [Indo-European] [945] * krei-`separate, distinguish'Etymology: The present κρί̄νω from *κρῐν-ι̯ω (unlessinnovated to the aorist κρῖναι; Schwyzer 694) has a nasal suffix, which originally belonged only to the present, but was later extended; as in κλί̄νω. - To the nasal present Latin and Celtic have agreements in cer-n-ō `select, discern' (\< *krĭ-n-ō), Welsh go-grynu `sieve' (\< IE. *upo-krĭ-n-ō). Also the verbal adj. κριτός has a direct agreement in Lat. certus `decided, certain'; further the languages behave diff.: the lengthened grade in ( dē)crē-v-ī, ex-crē-mentum `separation' perh. in the isolated κρησέρα `feines Sieb' (s. v.; improbable). The Greek paradigm results from large-scale levelling; only Att. κρῖμα for older κρεῖμα (after κρί̄νω, κρῖναι) = Lat. dis-crī-men still has the full grade preserved (Wackernagel Unt. 76 n. 1, Rodriguez Adrados Emerita 16, 133 ff.). - The numerous nominal formations, esp. in Latin, Celtic and Germanic (e. g. Lat. crībrum `sieve', Germ., e.g. Goth. hrains `pure', prop. `sieved'), learn nothing for Greek. Details in Pok. 946, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. cernō.Page in Frisk: 2,20-21Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρί̄νω
См. также в других словарях:
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… … Dictionary of Greek
σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
Νομικής, γεγονότα — Μεγάλες πολιτικές κινητοποιήσεις που συντάραξαν την Αθήνα τον Φεβρουάριο Μάρτιο του 1973 και είχαν ως στόχο το δικτατορικό καθεστώς. Ξεκίνησαν με την έκδοση νομοθετικού διατάγματος, το οποίο επέτρεπε στο υπουργείο Άμυνας να διακόπτει κατά βούληση … Dictionary of Greek
κλιμακτηρικός — ή, ό η χρονική περίοδος στη ζωή, κατά την οποία σημειώνεται αλλαγή φυσιολογικής κατάστασης, επικίνδυνος, κρίσιμος: Είναι στην κλιμακτηρική της περίοδο (=είναι στην εποχή που σταματάει η έμμηνη ροή της) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)