Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κριτικός

См. также в других словарях:

  • κριτικός — able to discern masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… …   Dictionary of Greek

  • κριτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στην κρίση ή στον κριτή: Δημοσίευσε κριτικές μελέτες. 2. αυτός που έχει κρίση: Είναι κριτικό μυαλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κριτικά — κριτικός able to discern neut nom/voc/acc pl κριτικά̱ , κριτικός able to discern fem nom/voc/acc dual κριτικά̱ , κριτικός able to discern fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτικώτερον — κριτικός able to discern adverbial comp κριτικός able to discern masc acc comp sg κριτικός able to discern neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτικωτάτων — κριτικός able to discern fem gen superl pl κριτικός able to discern masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτικῶν — κριτικός able to discern fem gen pl κριτικός able to discern masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτικόν — κριτικός able to discern masc acc sg κριτικός able to discern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτικώτατα — κριτικός able to discern adverbial superl κριτικός able to discern neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτικώτατον — κριτικός able to discern masc acc superl sg κριτικός able to discern neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτικαῖς — κριτικός able to discern fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»