Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κριντήρ

См. также в других словарях:

  • κριντήρ — κριντήρ, ῆρος, ὁ (Α) κριτής, δικαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω + επίθημα τήρ (πρβλ. κλιν τήρ, σημαν τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»