Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κρίσιμος

См. также в других словарях:

  • κρίσιμος — decisive masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίσιμος — η, ο (AM κρίσιμος, ίμη, ον) [κρίσις] 1. αυτός που δίνει οριστική τροπή σε κάτι, αποφασιστικός («κρίσιμη συνάντηση») 2. σοβαρός, επικίνδυνος (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παραμένει κρίσιμη» β. «η οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση» γ.… …   Dictionary of Greek

  • κρίσιμος — η, ο επίρρ. α αυτός που κρίνει για την τύχη κάποιου, αποφασιστικός, επικίνδυνος: Η κατάσταση του αρρώστου είναι κρίσιμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρισίμως — κρίσιμος decisive adverbial κρίσιμος decisive masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίσιμον — κρίσιμος decisive masc/fem acc sg κρίσιμος decisive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρισιμωτάτην — κρίσιμος decisive fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρισιμωτάτῃ — κρίσιμος decisive fem dat superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρισιμωτέρη — κρίσιμος decisive fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρισιμώτερα — κρίσιμος decisive neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρισίμοις — κρίσιμος decisive masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρισίμοισι — κρίσιμος decisive masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»