-
1 κρίσιμος
κρίσιμοςdecisive: masc /fem nom sg -
2 κρίσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρίσιμος
-
3 κρίσιμος
crucialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κρίσιμος
-
4 κρισίμως
κρίσιμοςdecisive: adverbialκρίσιμοςdecisive: masc /fem acc pl (doric) -
5 κρίσιμον
κρίσιμοςdecisive: masc /fem acc sgκρίσιμοςdecisive: neut nom /voc /acc sg -
6 κρισιμωτάτην
κρίσιμοςdecisive: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
7 κρισιμωτέρη
κρίσιμοςdecisive: fem nom /voc comp sg (epic ionic) -
8 κρισιμώτερα
κρίσιμοςdecisive: neut nom /voc /acc comp pl -
9 κρισίμοις
κρίσιμοςdecisive: masc /fem /neut dat pl -
10 κρισίμοισι
κρίσιμοςdecisive: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
11 κρισίμοισιν
κρίσιμοςdecisive: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
12 κρισίμου
κρίσιμοςdecisive: masc /fem /neut gen sg -
13 κρισίμους
κρίσιμοςdecisive: masc /fem acc pl -
14 κρισίμων
κρίσιμοςdecisive: masc /fem /neut gen pl -
15 κρίσιμα
κρίσιμοςdecisive: neut nom /voc /acc pl -
16 κρίσιμοι
κρίσιμοςdecisive: masc /fem nom /voc pl -
17 κρισιμωτάτη
-
18 κρισιμωτάτῃ
-
19 κρισίμω
-
20 κρισίμῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρίσιμος — decisive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίσιμος — η, ο (AM κρίσιμος, ίμη, ον) [κρίσις] 1. αυτός που δίνει οριστική τροπή σε κάτι, αποφασιστικός («κρίσιμη συνάντηση») 2. σοβαρός, επικίνδυνος (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παραμένει κρίσιμη» β. «η οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση» γ.… … Dictionary of Greek
κρίσιμος — η, ο επίρρ. α αυτός που κρίνει για την τύχη κάποιου, αποφασιστικός, επικίνδυνος: Η κατάσταση του αρρώστου είναι κρίσιμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρισίμως — κρίσιμος decisive adverbial κρίσιμος decisive masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίσιμον — κρίσιμος decisive masc/fem acc sg κρίσιμος decisive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρισιμωτάτην — κρίσιμος decisive fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρισιμωτάτῃ — κρίσιμος decisive fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρισιμωτέρη — κρίσιμος decisive fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρισιμώτερα — κρίσιμος decisive neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρισίμοις — κρίσιμος decisive masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρισίμοισι — κρίσιμος decisive masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)