-
1 καρτερός
καρτερός, = κρατερός, was zu vgl., stark, gewaltig, muthig, tapfer; Beiwort der Helden, καὶ εἰ μάλα καρτερός ἐστιν, von Hektor, Il. 13, 316, vgl. 1, 178; c. inf., ὃς μάλα καρτερός ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν 13, 483; ἐν πολέμῳ 9, 53; φάλαγγες Il. 5, 592; von Sachen, καρτερὰ ἔργα, Gewaltthaten, 5, 872; ὅρκος, gewaltiger, festbindender Schwur, 19, 108 Od. 4, 253; ἕλκος, starke, schwere Wunde, Il. 16, 517. – Von Helden auch Pind. Ol. 13, 81 N. 7, 26; ἀλαλά I. 6, 10; ὅρκος P. 4, 166; λίϑος, der gewaltige Stein, Ol. 1, 57; μέριμνα I. 7, 13; εἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ Aesch. Spt. 500; καρτερὰ φρονήματα, der gewaltige, trotzige Muth, Prom. 207; καὶ γὰρ τὰ δεινὰ καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει, selbst das Gewaltige, Mächtige weicht den höheren Ehren, Soph. Ai. 635. – In Prosa oft mit πρός, z. B. καρτερὸς πρὸς τὸ λέγειν Plat. Theaet. 169 b; καρτερώτατος ἀνϑρώπων ἐστὶ πρὸς τὸ ἀπιστεῖν τοῖς λόγοις, er ist der hartnäckigste, Phaed. 77 a; καρτερὸς πρὸς πάντα Xen. Cyr. 1, 6, 25; ἐν πολέμοις Luc. D. Mort. 24, 1; καὶ ἐῤῥωμένος Tox. 10. – Bes. auch τινός, einer Sache mächtig, Herr u. Meister davon, herrschend, vgl. Od. 15, 553 ὑμετέρου δ' οὐκ ἔστι γένος βασιλεύτερον ἄλλο ἐν δήμῳ Ἰϑάκης, ἀλλ' ὑμεῖς καρτεροὶ αἰεί; Theocr. 15, 94, u. bes. in sp. Prosa, wie Arr. An. 7, 11, 5 D. Hal. 5, 8. – Uebh. stark, fest, dauerhaft, haltbar; τεῖχος Her. 9, 9; Xen. Hell. 7, 4, 22; χωρίον Thuc. 5, 65; Sp.; μάχη, heftige, gewaltige Schlacht, Her. 1, 76. 8, 12, wie Sp., z. B. Plut. Alc. 31. – Τὸ καρτερόν, substantivisch, σϑένει κατὰ τὸ καρτερὸν ἀνασώσασϑαι τὴν ἀρχήν, durch Muth u. Gewalt, Her. 3, 65, vgl. 1, 212; οὐ κατ' ἰσχύν, οὐδὲ πρὸς τὸ καρτερόν, δόλῳ δέ Aesch. Prom. 212; καὶ ναυσὶ καὶ πεζοῖσι κατὰ τὸ κ. Ar. Ach. 597, wie Plut. Conv. 217 c; Sp.; τόλμης εἶμι πρὸς τὸ καρτερόν, zum gewalt tigen Wagestück, Eur. Med. 394. – Adv. καρτερῶς, bes. Sp., καὶ βιαίως Luc. somn. 6.
-
2 καρτερός
1 mighty, powerful of persons,ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84
καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 [ καρτερὸς (codd.: κραταιὸς Er. Schmid) N. 4.25]ὁ καρτερὸς Αἴας N. 7.26
of things,πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112
“ καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν ἔστω Ζεὺς” P. 4.166ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας I. 7.10
ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν ( καρτερᾶν μεριμνᾶν coni. Bergk) I. 8.12 -
3 καρτερός
καρτερός, stark, gewaltig, mutig, tapfer; Beiwort der Helden, καὶ εἰ μάλα καρτερός ἐστιν, von Hektor; von Sachen, καρτερὰ ἔργα, Gewalttaten; ὅρκος, gewaltiger, festbindender Schwur; ἕλκος, starke, schwere Wunde; λίϑος, der gewaltige Stein; καρτερὰ φρονήματα, der gewaltige, trotzige Mut; καὶ γὰρ τὰ δεινὰ καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει, selbst das Gewaltige, Mächtige weicht den höheren Ehren; καρτερώτατος ἀνϑρώπων ἐστὶ πρὸς τὸ ἀπιστεῖν τοῖς λόγοις, er ist der hartnäckigste. Bes. auch τινός, einer Sache mächtig, Herr u. Meister davon, herrschend. Übh. stark, fest, dauerhaft, haltbar; μάχη, heftige, gewaltige Schlacht. Τὸ καρτερόν, substantivisch, σϑένει κατὰ τὸ καρτερὸν ἀνασώσασϑαι τὴν ἀρχήν, durch Mut u. Gewalt; τόλμης εἶμι πρὸς τὸ καρτερόν, zum gewaltigen Wagestück -
4 καρτερος
31) сильный, могучий, мужественный(Ἕκτωρ, φάλαγγες, κ. ἐν πολέμῳ Hom.)
κ. πρὸς τὸ λέγειν Plat. — сильный в спорах2) крепкий(σώματα Arst.)
3) великийκ. ὅρκος Hom. — нерушимая клятва
4) могучий, громкий(ἀλαλά Pind.)
5) огромный, громадный(λίθος Pind.)
6) тяжелый, жестокий, мучительный(ἕλκος Hom.)
7) тягостный, удручающий(μέριμνα Pind.)
8) ужасный, жестокий(ἔργα Hom.; μάχη Her.)
9) дерзостный, высокомерный(φρονήματα Aesch.)
10) упорный, непреклонный(πρὸς τὸ ἀπιστεῖν Plat.)
11) крепкий, прочный(τεῖχος Her.; χωρίον Thuc.)
12) не теряющий самообладания, терпеливый(πρός τινα Xen.)
-
5 καρτερός
καρτερός, ά, όν сильный, твердый, стойкий -
6 καρτερός
καρτερόςstrong: masc nom sg -
7 καρτερός
A = κρατερός (q. v.), strong, staunch,φάλαγγες Il.5.592
; καὶ εἰ μάλα κ. ἐστιν [ Hector] 13.316; Ἡρακλῆς ὁ κ. Ar.Ra. 464: c. inf.,κ. ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν Il.13.483
;πολέμῳ ἔνι κ. ἐσσι 9.53
;Ζεὺς Τυφῶ -ώτερος μάχῃ A.Th. 517
; τὰ καρτερώτατα the strongest, S.Aj. 669.2 c. gen., possessed of, in control of, master of,Ἀσίης Archil.26
;οὐκέτι τῆς αὑτοῦ γλώσσης κ. οὔτε νόου Thgn.480
;ἁμῶν Theoc.15.94
;παθῶν D.H.5.8
;γῆς καὶ οἰκίων SIG45.28
(Halic., V B.C.);Θηβαίων Arr.Fr.91
J.3 = καρτερικός, steadfast, patient,πρὸς πάντα X.Cyr.1.6.25
; obstinate,- ώτατος ἀνθρώπων πρὸς τὸ ἀπιστεῖν Pl.Phd. 77a
; κ. πρὸς τὸ λέγειν mighty in disputation, Id.Tht. 169b.4 of things, mighty, potent,ὅρκος Il.19.108
; κ. ἔργα deeds of might, 5.872; κ. ἕλκος severe, 16.517; κ. μάχη strongly contested, sharp, severe, Hdt.1.76, Th.4.43;ναυμαχίη Hdt.8.12
;ἀγών Plb.1.27.11
; ἀλαλά, μέριμναι, Pi.I.7(6).10, 8(7).13;λίθος Id.O.1.58
, E.Fr. 1044; ;- ώτατον βέλος Pi.O.1.112
; τὸ κ. force, violence, A.Supp. 612; but τόλμης εἶμι πρὸς τὸ κ. the utmost verge of.., E.Med. 394; κατὰ τὸ κ. in Adv. sense, Hdt.1.212, 3.65, Ar.Ach. 622, etc.; πρὸς τὸ κ. A.Pr. 214: abs., τὸ κ. Theoc.1.41.5 of place, strong, Hdt.9.9, Th.4.3;τὸ -ώτατον τοῦ Χωρίου Id.5.10
; λόφος κ. Id.4.131.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρτερός
-
8 καρτερός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καρτερός
-
9 καρτερός
-ά,-όν A 0-0-0-0-6=6 2 Mc 10,29; 12,11.35; 3 Mc 1,4; 4 Mc 3,12 -
10 καρτερά
καρτερόςstrong: neut nom /voc /acc plκαρτερά̱, καρτερόςstrong: fem nom /voc /acc dualκαρτερά̱, καρτερόςstrong: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
11 καρτερώτερον
καρτερόςstrong: adverbial compκαρτερόςstrong: masc acc comp sgκαρτερόςstrong: neut nom /voc /acc comp sg -
12 καρτερωτάτη
καρτερόςstrong: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————καρτερόςstrong: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
13 καρτερωτάτων
καρτερόςstrong: fem gen superl plκαρτερόςstrong: masc /neut gen superl pl -
14 καρτερόν
καρτερόςstrong: masc acc sgκαρτερόςstrong: neut nom /voc /acc sg -
15 καρτερώτατα
καρτερόςstrong: adverbial superlκαρτερόςstrong: neut nom /voc /acc superl pl -
16 καρτερώτατον
καρτερόςstrong: masc acc superl sgκαρτερόςstrong: neut nom /voc /acc superl sg -
17 καρτεραί
καρτερόςstrong: fem nom /voc pl -
18 καρτεροί
καρτερόςstrong: masc nom /voc plκαρτερόωstrengthen: pres subj mp 2nd sgκαρτερόωstrengthen: pres ind mp 2nd sgκαρτερόωstrengthen: pres subj act 3rd sg -
19 καρτερούς
καρτερόςstrong: masc acc pl -
20 καρτερωτάταις
καρτερόςstrong: fem dat superl pl
См. также в других словарях:
καρτερός — strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό … Dictionary of Greek
καρτερά — καρτερός strong neut nom/voc/acc pl καρτερά̱ , καρτερός strong fem nom/voc/acc dual καρτερά̱ , καρτερός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερώτερον — καρτερός strong adverbial comp καρτερός strong masc acc comp sg καρτερός strong neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερωτάτων — καρτερός strong fem gen superl pl καρτερός strong masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερόν — καρτερός strong masc acc sg καρτερός strong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερώτατα — καρτερός strong adverbial superl καρτερός strong neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερώτατον — καρτερός strong masc acc superl sg καρτερός strong neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτεραῖς — καρτερός strong fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτεραί — καρτερός strong fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτεροί — καρτερός strong masc nom/voc pl καρτερόω strengthen pres subj mp 2nd sg καρτερόω strengthen pres ind mp 2nd sg καρτερόω strengthen pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)