Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καρτερικός

См. также в других словарях:

  • καρτερικός — capable of endurance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερικός — ή, ό (AM καρτερικός, ή, όν) 1. αυτός που αντέχει με γενναιότητα («πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος», Ξεν.) 2. αυτός που υπομένει χωρίς να κάμπτεται 3. αυτός που δείχνει εμμονή και σταθερότητα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • καρτερικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει καρτερία, υπομονετικός: Μόνο μια καρτερική γυναίκα μπορούσε να κάνει μ αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρτερικώτερον — καρτερικός capable of endurance adverbial comp καρτερικός capable of endurance masc acc comp sg καρτερικός capable of endurance neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερικῶν — καρτερικός capable of endurance fem gen pl καρτερικός capable of endurance masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερικόν — καρτερικός capable of endurance masc acc sg καρτερικός capable of endurance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερικώτατα — καρτερικός capable of endurance adverbial superl καρτερικός capable of endurance neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερικώτατον — καρτερικός capable of endurance masc acc superl sg καρτερικός capable of endurance neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερικαῖς — καρτερικός capable of endurance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερικαί — καρτερικός capable of endurance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερικοῖς — καρτερικός capable of endurance masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»