Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καμπυλότης

См. также в других словарях:

  • καμπυλότης — crookedness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλότητα — καμπυλότης crookedness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλότητας — καμπυλότης crookedness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλότητες — καμπυλότης crookedness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλότητι — καμπυλότης crookedness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλότητος — καμπυλότης crookedness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλότητ' — καμπυλότητα , καμπυλότης crookedness fem acc sg καμπυλότητι , καμπυλότης crookedness fem dat sg καμπυλότητε , καμπυλότης crookedness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλότητα — Μέγεθος που χαρακτηρίζει την απόκλιση μιας καμπύλης ή επιφάνειας από την ευθεία γραμμή ή το επίπεδο. κ. πεδίου ειδώλου. Μία από τις παρεκκλίσεις των οπτικών συστημάτων. Γενικά, ένα επίπεδο αντικείμενο κάθετο στον άξονα ενός οπτικού συστήματος δεν …   Dictionary of Greek

  • ԾՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1028 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c գ. καμπυλότης curvitas, obliquitas διαστροφή distorsio. Ծուռ գոլն, եւ ծուռ ինչ. թիւրուծիւն. կորութիւն. խոստումն. չարութիւն. *ո՛չ գոյ ʼի նոսա ծռութիւն, եւ ոչ թիւրութիւն. Առակ. ՟Ը. 8:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»