Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καμπύλη

См. также в других словарях:

  • καμπύλη — crooked staff fem nom/voc sg (attic epic ionic) καμπύλος bent fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπύλῃ — καμπύλη crooked staff fem dat sg (attic epic ionic) καμπύλος bent fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… …   Dictionary of Greek

  • καμπύλη — η ενν. η λ. γραμμή θηλ. του επιθ. καμπύλος ως ουσ., η γραμμή που μεταβάλλει διεύθυνση χωρίς να σχηματίζει πουθενά γωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κισσοειδής καμπύλη — Καμπύλη του επιπέδου γνωστή στην αρχαιότητα. Όπως αναφέρει ο Ευτόκιος στο βιβλίο του Περί Πυρείων, η κ.κ. οφείλεται στον Διοκλή (περ. 180 π.Χ.), γι’ αυτό και είναι γνωστή με την ονομασία κισσοειδής του Διοκλέους. Η κ.κ. χρησιμοποιήθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • ισανώμαλη καμπύλη — Καμπύλη γραμμή που συνδέει πάνω στον χάρτη όλους τους τόπους που παρουσιάζουν συνήθως την ίδια θερμική ανωμαλία, δηλαδή την απομάκρυνση της μέσης θερμοκρασίας καθενός από αυτούς τους τόπους από την κανονική θερμοκρασία του αντίστοιχου κύκλου… …   Dictionary of Greek

  • αλυσοειδής καμπύλη — Ονομάζεται έτσι η καμπύλη του επιπέδου με σχήμα της αυτό που παίρνει ένα ομοιογενές, ευλύγιστο και ανέκτατο νήμα, που κρέμεται ελεύθερα στο πεδίο της βαρύτητας από τα δύο του άκρα (φυσικά, τα σημεία στήριξης των άκρων του έχουν απόσταση μικρότερη …   Dictionary of Greek

  • αλγεβρική καμπύλη — Βλ. λ. καμπύλη …   Dictionary of Greek

  • εφαπτομενοειδής καμπύλη — Η γραφική παράσταση της συνάρτησης ψ = εφχ (βλ. λ. εφαπτομένη) σε ένα σύστημα ορθογώνιων καρτεσιανών συντεταγμένων. Η ε.κ. αποτελείται από άπειρες ξεχωριστές όμοιες καμπύλες, οι οποίες λαμβάνονται η μία από την άλλη με παράλληλη μετατόπιση προς… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοειδής — Καμπύλη που γράφεται από σημείο κείμενο σε περιφέρεια κύκλου, όταν η περιφέρεια μετακινείται, χωρίς να ολισθαίνει, πάνω σε ευθεία· κάθε καμπύλη του επιπέδου που παράγεται ως εξής: έστω σε ένα επίπεδο Ε μια καμπύλη Γ, ένας κύκλος του Κ εφαπτόμενος …   Dictionary of Greek

  • ισόθερμος — Καμπύλη που συνδέει τα σημεία της Γης όπου οι μεταβολές της θερμοκρασίας του αέρα είναι οι ίδιες σε ορισμένη χρονική στιγμή. * * * η, ο, θηλ. και ος 1. αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία με κάποιον άλλο 2. φυσ. (για μετατροπή καταστάσεων) αυτή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»