Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κάμψις

См. также в других словарях:

  • κάμψις — κάμψῑς , κάμψις bending fem acc pl (epic doric ionic aeolic) κάμψις bending fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμψεσι — κάμψις bending fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμψεσιν — κάμψις bending fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμψιν — κάμψις bending fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμψει — κάμπτω kam̃p as aor subj act 3rd sg (epic) κάμπτω kam̃p as fut ind mid 2nd sg κάμπτω kam̃p as fut ind act 3rd sg κάμψις bending fem nom/voc/acc dual (attic epic) κάμψεϊ , κάμψις bending fem dat sg (epic) κάμψις bending fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμψεις — κάμπτω kam̃p as aor subj act 2nd sg (epic) κάμπτω kam̃p as fut ind act 2nd sg κάμψις bending fem nom/voc pl (attic epic) κάμψις bending fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονυκαμψία — η 1. κάμψη τού γόνατος 2. η κύρτωση τών ποδιών τού γονυκαμπούς ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κάμψις ( η) Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο] …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • κάμψη — I (Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση. II (Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας …   Dictionary of Greek

  • ԿՐԿՆՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 1 1136 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 14c գ. καμπή, κάμψις flexura, flexio ἅρθρον articulus. Ծալք. րօդք. ծալուած, խաղ. ... *Կնճիռն մեղքն են՝ որ բազում կրկնուածս ունին. Ոսկ. ես.: *Հատան ձեռք նորաʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κάμψεων — κάμψεω̆ν , κάμψις bending fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»