-
1 καμπύλος
-
2 καμπυλος
31) согнутый, изогнутый, кривой(τόξον, ἄροτρα Hom.; ῥάβδος Plut.)
; гнутый(κύκλα, ἅρμα Hom.)
2) изломанный3) состоящий из чередующихся размеров, разнообразный(μέλος Anth.)
-
3 καμπύλος
καμπύλοςbent: masc nom sg -
4 καμπύλος
1 curvedοὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον I. 4.29
met., καμπύλον μέλος διώκων (trans. from met. of chariot of song, cf. Πα. 2. 4: here of the hyporchema) *fr. 107. 3.* -
5 καμπύλος
A bent, curved, opp. εὐθύς, of a bow,κ. τόξα Il.3.17
, etc.;ἅρμα 5.231
; κ. κύκλα, of wheels, ib. 722; , Sol.13.48;δίφρος Pi.I.4(3).29
; ;σελίς IG12.374.57
;κῦμα BMus.Inscr.1012
([place name] Chalcedon);κ. ἐς τὸ ἔξω Hp. Art.1
;καμπύλα τε καὶ εὐθέα Pl.R. 602c
: metaph., κ. μέλος an ode of varied metre, Simon.29; cf. καμπύλη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμπύλος
-
6 καμπύλος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καμπύλος
-
7 καμπύλος
-
8 καμπύλος
η, ο[ν] кривой, изогнутый; извилистый -
9 καμπύλος
-η,-ον A 0-0-0-1-0=1 Prv 2,15winding, bent, crooked (ways of dealing) -
10 προ-κάμπυλος
προ-κάμπυλος, vorn od. nach vorn gekrümmt (?).
-
11 ἐπι-κάμπυλος
ἐπι-κάμπυλος, gekrümmt; H. h. Merc. 90; κᾶλα Hes. O. 425.
-
12 καμπυλώτερον
καμπύλοςbent: adverbial compκαμπύλοςbent: masc acc comp sgκαμπύλοςbent: neut nom /voc /acc comp sg -
13 καμπύλω
καμπύλοςbent: masc /neut nom /voc /acc dualκαμπύλοςbent: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————καμπύλοςbent: masc /neut dat sg -
14 καμπυλώτατον
καμπύλοςbent: masc acc superl sgκαμπύλοςbent: neut nom /voc /acc superl sg -
15 καμπύλον
καμπύλοςbent: masc acc sgκαμπύλοςbent: neut nom /voc /acc sg -
16 καμπύλων
καμπύλοςbent: fem gen plκαμπύλοςbent: masc /neut gen pl -
17 καμπυλωτέρη
καμπύλοςbent: fem nom /voc comp sg (epic ionic) -
18 καμπυλώταται
καμπύλοςbent: fem nom /voc superl pl -
19 καμπυλώτατος
καμπύλοςbent: masc nom superl sg -
20 καμπυλώτεραι
καμπύλοςbent: fem nom /voc comp pl
См. также в других словарях:
καμπύλος — bent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… … Dictionary of Greek
καμπύλος — η, ο κυρτός, καμπουρωτός: Η επιφάνεια αυτή είναι καμπύλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμπυλώτερον — καμπύλος bent adverbial comp καμπύλος bent masc acc comp sg καμπύλος bent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπυλώτατον — καμπύλος bent masc acc superl sg καμπύλος bent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλον — καμπύλος bent masc acc sg καμπύλος bent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλω — καμπύλος bent masc/neut nom/voc/acc dual καμπύλος bent masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλων — καμπύλος bent fem gen pl καμπύλος bent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπυλωτέρη — καμπύλος bent fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπυλώταται — καμπύλος bent fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπυλώτατος — καμπύλος bent masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)