-
81 Upside down
adj.P. and V. ὕπτιος.——————adv.Turn ( upside down): P. and V. ἄνω κάτω στρέφειν or for στρέφειν substitute in verse τρέπειν, τιθέναι, P. ἄνω καὶ κάτω ποιεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Upside down
-
82 στρέφω
στρέφω, fut. στρέψω, aor. ἔστρεψα, στρέψασκον Il. 18, 546; perf. ἔστροφα, Theogn. bei Ath. III, 104 c, vgl. Lob. zu Phryn. 578; perf. pass. ἔστραμμαι; aor. ἐστρέφϑην, in Prosa nur Plat. Polit. 273 c; ion. u. dor. ἐστράφϑην, Theocr. 7, 132; att. gew. aor. II. ἐστράφην, u. so στραφήσομαι, Plat. Rep. VII, 518 d; – drehen, wenden, biegen; ἂψ δὲ ϑεοὶ οὖρον στρέψαν, Od. 4, 520; στρέψ' ἵππους ἐπ ὶ νῆα, 15, 205; ὅς οἱ σχεδὸν ἔστρεφε μώνυχας ἵππ ους, lenken, Il. 17, 699, vgl. 8, 168. 20, 488; ἔριδα, den Wettkampf verflechten, verschlingen, Pind. N. 4 extr., vgl. Dissen, hergenom men von der Kunstsprache der Ringer, den Gegner fassen und umwerfen; ἡλίου πρὸς ἀντολὰς στρέψασα σα υτήν, Aesch. prom. 710; τὰ δ' ἄλλα πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων τίϑησιν, Eum. 621; διὰ πολυῤῥάφου στρέφων πόρπακος σάκος, Soph. Ai. 572, πρόςωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε, Eur. Phoen. 460, ἔμπαλιν κάρα, I. A. 1549; ἑαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα, Ar. Nubb. 1438, ὄμμα πρὸς τὸ φανόν, Plat. Rep. VII, 518 c; auch umwerfen, σεισμός νιν ἔστρεψε χϑονός, Eur. l. T. 1166, das Unterste zu oberst kehren, umstürzen, ὅπῃ στρέφεις τοὺς λόγους ἄνω καὶ κάτω, Plat. Gorg. 511 a, vgl. Phaedr. 278 d; ἄνω κάτω τοὺς νόμους, τοὺς διαιτητάς, πάνϑ' ὅσ' ἂν βούληται στρέφει, Dem. 21, 91; zusammendrehen, σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα, Xen. An. 4, 7, 15; auch spinnen, ἀΐδιος ἡ δουλεία γίγνεται ὑπὸ μακρῷ τῷ λίνῳ στρεφομένη, Luc.; – verdrehen, verrenken, στραφῆναι τὸν πόδα, Her. 3, 129, wo nachher folgt ὁ γάρ οἱ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρϑρων; vgl. Plat. Legg. VII, 789 e; daher auch = die Glieder auf der Folter ausrecken, foltern, martern, übertr., οἱ μῠϑοι στρέφουσι τὴν ψυχήν, Plat. Rep. I, 330 e; στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα, es quält mich im Leibe, ich habe Leibschneiden, Antiphan. com. bei Ath. III, 123 b; auch pass. κλονοῠνται καὶ στρέφονται τὴν γαστέρα, Ael. H. A. 11, 44. – Uebertr., στρέφειν τι φρεσίν, στρέφειν βουλὴν ἐν ἑαυτῷ, Etwas in der Seele hin-u. herwenden, es von allen Seiten betrachten, animo volvere, Eur. Hec. 740; Ael. H. A. 10, 48. – Pass. sich drehen, wenden, sich herumdrehen, sich hin- u. herwenden, ἥ τ' αὐτοῠ στρέφεται, Il. 18, 488; στρέφετ' ἔνϑα καὶ ἔνϑα, 24, 5; ἔμελλεν στρέψεσϑ' ἐκ χώρης, 6, 516, sich abwenden und fortgehen; στρεφϑεὶς γὰρ μετόπισϑεν, 15, 645; χερσὶν ἀώτου στρεφϑεὶς ἐχόμ ην, Od. 9, 435, vgl. 16, 352, sich andrücken, anschmiegen; στραφεὶς οὕτως ἴω; umgewandt, Soph. Ant. 315, vgl. O. C. 1644; auch med., στρέψαι στράτευμ' ἐς Ἄργος, wende es mit dir zurück, 1418; u. übertr., κἂν σοῠ στραφείη ϑυμός, Tr. 1124; sich an Etwas lehren, τοῠ δὲ σοῠ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην, Ai. 1096. – Gew. wie versari, sich an einem Orte drehen und wenden, daselbst verweilen, verkeh ren, auch übertr., sich womit beschäftigen, ἔν τινι, ἐν αὐτοῖς τούτοις στρέφεται καὶ ἑλίττεται ἡ δόξα, Plat. Theaet. 194 b; Solon bei Dem. 19, 255 v. 23 vrbdt auch ταῠτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά. – Uebertr., στροφὰς στρέφεσϑαι, Wendungen machen, Ränke spinnen, schmieden, Plat. Rep. III, 405 c; ἄπορόν τινα στροφὴν ἐστρεφόμην ἤδη, Euthyd. 302 b; dah. τί ταῠτα στρέφει; Ar. Ach. 363, warum schmiedest du diese Ränke? vgl. Eur. Hec. 750; – sich wenden, sich sträuben, τί δῆτα ἔχων στρέφει; Plat. Phaedr. 236 e, vgl. στρέφεται ἄνω καὶ κάτω ἐπικρυπ τόμενος τὲν αὑτοῠ ἀπορίαν, Lach. 196 b, wie Ion 541 e. – Intrans., sich wenden, ὁπότε στρέψαντες ἱκοίατο, Il. 18, 544, wo man aus dem vorhergehenden Verse ζεύγεα ergänzen kann, wie Od. 10, 528, εἰς Ἔρεβος στρέψας, ὄϊς. So auch Xen. An. 4, 3, 26, Ξενοφῶν δὲ στρέψας πρὸς τοὺς Καρδούχους ἀντία τὰ ὅπλα ἔϑετο, sc. στρατιώτας, er ließ gegen die Karduchen Kehrt, d. i. Front machen; vgl. ib. 32, οἱ Ἕλληνες τὰ ἐναντία στρέψαντες ἔφευγον.
-
83 вниз
вниз ((προς τα) κάτω смот реть \вниз κοιτάζω κάτω сойти \вниз κατεβαίνω \вниз по лестнице κατεβαίνοντας τη σκάλα \вниз по течению ακολουθόντας. το ρεύμα* * *смотре́ть вниз — κοιτάζω κάτω
сойти́ вниз — κατεβαίνω
вниз по ле́стнице — κατεβαίνοντας τη σκάλα
вниз по тече́нию — ακόλουθοντας το ρεύμα
-
84 книзу
-
85 нижний
нижний 1) κατώτερος, από κάτω· \нижний этаж το κάτω πάτωμα 2): \нижнийее бельё το εσώρουχο* * *1) κατώτερος, από κάτωни́жний эта́ж — το κάτω πάτωμα
2)ни́жнее бельё — το εσώρουχο
-
86 сбивать
сбивать, сбить (сшибать) γκρεμίζω, ρίχνω κάτω; \сбивать с ног ρίχνω κάτω \сбиваться: \сбиваться с пути παραστρατεύω (тж. перен.)* * *= сбить( сшибать) γκρεμίζω, ρίχνω κάτωсбива́ть с но́г — ρίχνω κάτω
-
87 нижний
ни́жн||ийприл κατώτερος:\нижнийяя ступенька τό κάτω σκαλί, τό τελευταίο σκαλοπάτι· \нижнийяя часть города ἡ κάτω πόλις· \нижнийее течение реки́ ὁ κάτω ρους τοῦ ποταμού· \нижний этаж τό ϊσόγειο[ν]· \нижнийяя палуба τό ὑπόφραγμα· \нижнийее белье τά ἐσώρ-ρουχα· \нижнийяя юбка ἡ μεσόφουστα, τό με-σοφόρι· ◊ \нижнийяя палата полит ἡ κάτω Βουλή. -
88 άνω
I επίρρ. 1. (με ρήματα) вверх, наверх; вверху, наверху;πορεύομαι άνω — идти наверх;
2. (με γεν.)1) выше;άνω του μηδενός — выше нуля;
άνω του γόνατος — выше колена;
2) сверх, выше;άνω του εκατομμυρίου — свыше миллиона;
άνω των πεντήκοντα ετών — больше пятидесяти лет;
από πέντε ετών και άνω — с пяти лет и выше;
3) поверх, сверху; над чём-л.;άνω της θαλάσσης — над морем;
§ είμαι άνω κάτω — б) быть в полном беспорядке; — вверх дном; — б) быть очень расстроенным, возмущённым;
τα κάνω άνω κάτω — перевернуть всё вверх дном, привести в беспорядок;
κάνω κάποιον άνω κάτω — очень расстраивать кого-л.;
γίνομαι άνω κάτω — очень расстраиваться, возмущаться, негодовать;
II επίθ. верхний;ο άνω όροφος — верхний этаж;
τα άνω άκρα — верхние конечности;
ο άνω ρούς τού πόταμου — верховье реки;
ο Άνω Δούναβις Верхний Дунай;η Άνω Αίγυπτος Верхний Египет;η άνω βουλή — верхняя палата, палата лордов;
§ (αυτό) είναι άνω ποταμών — это абсурдно, нелепо
-
89 down
I 1. adverb1) (towards or in a low or lower position, level or state: He climbed down to the bottom of the ladder.) κάτω2) (on or to the ground: The little boy fell down and cut his knee.) κάτω(στο έδαφος)3) (from earlier to later times: The recipe has been handed down in our family for years.) από γενιά σε γενιά4) (from a greater to a smaller size, amount etc: Prices have been going down steadily.) προς τα κάτω5) (towards or in a place thought of as being lower, especially southward or away from a centre: We went down from Glasgow to Bristol.)2. preposition1) (in a lower position on: Their house is halfway down the hill.) νότια,στο κέντρο2) (to a lower position on, by, through or along: Water poured down the drain.) (προς τα)κάτω3) (along: The teacher's gaze travelled slowly down the line of children.) κατά μήκος3. verb(to finish (a drink) very quickly, especially in one gulp: He downed a pint of beer.) κατεβάζω- downward- downwards
- downward
- down-and-out
- down-at-heel
- downcast
- downfall
- downgrade
- downhearted
- downhill
- downhill racing
- downhill skiing
- down-in-the-mouth
- down payment
- downpour
- downright 4. adjectiveHe is a downright nuisance!) απόλυτος- downstream
- down-to-earth
- downtown
- downtown
- down-trodden
- be/go down with
- down on one's luck
- down tools
- down with
- get down to
- suit someone down to the ground
- suit down to the ground II noun(small, soft feathers: a quilt filled with down.) πούπουλα- downie®- downy -
90 вниз
επίρ.1. προς τα κάτω•спускаться κατεβαίνω κάτω•
глядеть вниз κοιτάζω προς τα κάτω.
2. (γιά ποτάμια) προς τις εκβολές•плавать вниз по днепру πλέω στο Δυείπερο προς τα κάτω.
-
91 внизу
επίρ.κάτω, στο κάτω μέρος•внизу живет плотник κάτω ζει μαραγκός•
внизу письма стояла дата στο κάτω μέρος της επιστολής ήταν η ημερομηνία.
-
92 из-под
κ. из-подо (πρόθεση με γεν.).1. σημαίνει το κάτω μέρος απ όπου αρχίζει η κίνηση, ενέργεια από κάτω (απο)•мальчик вылез из-под стола το αγόρι βγήκε από κάτω από το τραπέζι.
2. από τα πέριξ•он приехал из-под Москвы αυτός ήρθε από τα πέριξ της Μόσχας.
3. (σημαίνει αλλαγή) απο•освободить из-под слдствия απαλλάσσω από την ανάκριση•
вывести из-под удара αποφεύγω το χτύπημα•
выйти из-под влияния απαλλάσσομαι από την επίδραση•
выйти из-под стрижи δε φρουρούμαι πια.
4. (σημαίνει δοχείο από προηγούμενη χρήση ή για χρήση) από•бутылка из-под молоки μπουκάλι από γάλα•
метки из-под муки τσουβάλια από αλεύρι•
бсшка из-под варенья βάζο από γλυκό.
εκφρ.из-под носа – κάτω από τη μύτη (πλησιέστατα)•из-под полки – με το παλούκι (με το στανιό, με το ζόρι). -
93 низ
-а (-у), προθετ. о низе, на низу πλθ. низы α.1. το κάτω μέρος•низ здания το κάτω μέρος του κτιρίου•
от -а до верха από κάτω ως επάνω.
|| το εισώγειο.2. ο κάτω ρους.3. πλθ. -ы τα κατώτερα στρώματα(της κοινωνίας, οργάνωσης κ.τ.τ.)• народные -ы τα κατώτερα λαϊκά στρώματα.4. οι χαμηλές μουσικές νότες. -
94 сверху
επίρ.1. επάνω, από πάνω, από το επάνω μέρος (επιφανειακά). || επάνωθεν•масло испортилось только сверху το λίπος χάλασε μόνο πάνω-πάνω.
2. από πάνω, εκ των άνω•вода падает сверху το νερό τρέχει από πάνω•
вид сверху άποψη από πάνω•
смотреть сверху вниз κοιτάζω από πάνω προς τα κάτω.
3. πρόθ. (απλ.) ψηλότερος-сверху дерева ψηλότερος του δέντρου•сверху дома ψηλότερος από το σπίτι.
εκφρ.сверху вниз смотреть – βλέπω αφυψηλού (υπεροπτικά)•сверху донизу – από πάνω ως κάτω•провести линию донизу – τραβώ (σύρω) γραμμή από πάνω ως κάτω•установить централизм сверху донизу – καθιερώνω το συγκεντρωτισμό από πάνω ως κάτω (από το καθοδηγητικό κέντρο ως τη βάση). -
95 στρέφω
στρέφω, Il.23.323, etc.; [dialect] Dor. [full] στράφω [pron. full] [ᾰ] IG12(3).92.6 (Nisyrus, dub.); [dialect] Aeol. [full] στροφῶ (leg. στρόφω) EM728.44: [dialect] Ep. [tense] impf.Aστρέψασκον Il.18.546
: [tense] fut. , etc.: [tense] aor. 1 , etc., [dialect] Ep.στρέψα Od.4.520
: [tense] pf. ἔστροφα ([etym.] ἀν-) Cerc.17.30, ( ἀντ-, v.l. ἀν-) Theognet.1.8, ([etym.] ἐπ-) Plb.5.110.6, ([etym.] μετ-) Aristid.1.435 J.; also ἔστρᾰφα ([etym.] κατ-) Plb.23.11.2 codd.:—[voice] Med., Il.18.488, etc.: [tense] fut.στρέψομαι 6.516
, etc.: [tense] aor.ἐστρεψάμην S.OC 1416
, ([etym.] κατ-) Th.1.94, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense) ἔστραμμαι ([etym.] κατ-) Isoc.5.21:—[voice] Pass., [tense] fut.στρᾰφήσομαι LXX 1 Ki.10.6
, ([etym.] ἀνα-) Isoc.5.64, ([etym.] δια-) Ar.Eq. 175, Av. 177, ([etym.] μετα-) Pl.R. 518d; [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense) στρέψομαι ([etym.] ἀπο-) X.Cyr.5.5.36: [tense] aor.1 ἐστρέφθην freq. in Hom., Il.5.40, al., rare in [dialect] Att., Ar.Th. 1128, Pl.Plt. 273e; [dialect] Dor.ἐστράφθην Sophr. 88
, Theoc.7.132, also v.l. (for κατεστράφησαν ) in Hdt.1.130 (butστραφῆναι Id.3.129
): [tense] aor. 2 ἐστράφην [ᾰ] Sol.37.6, always in Trag., S.Ant. 315, etc., freq. in [dialect] Att., Ar.Ach. 537 ([etym.] μετα-), Th.5.97 ([etym.] κατα-), Pl.Ti. 77b: [tense] pf. , Hp.Aër.5, X.An.4.7.15, etc.; (Pap.), cf. ἀποστρέφω, καταστρέφω:— turn about or aside,ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν Od.4.520
; ἵππους ς. turn horses, Il.8.168, Od.15.205, etc.;σ. πηδάλιον Pi.Fr.40
;τὸν οἴακα Anaxandr.4.5
, cf. Men.482.4; ; of persons, ; , cf. Hec. 344;πάλιν στρέψεις κάρα Id.Med. 1152
;ὄμμα πανταχῇ στρέφων Id.IT68
;σ. ἀνταυγεῖς κόρας Ar.Th. 902
;σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Id.Nu. 1455
;πόλιν πρὸς κέρδος ἴδιον E. Supp. 413
;στρατὸν πρὸς ἀλκήν Id.Andr. 1149
; wheel soldiers round, X.Lac.11.9; v. infr. D.2 cause to rotate as on an axis, κεραμικὴν γαῖαν ς., i.e. on the potter's wheel, Sannyr.4;τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12
;τὸν κόσμον μήτε αὐτὸν στρέφειν ἑαυτόν, μήτε.. ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς περιαγωγάς Pl.Plt. 269e
, cf. Epin. 977b.II πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω ς. turn upside down, A.Eu. 651; κάτω ς. S.Ant. 717, Ar.Ec. 733;σ. λόγους ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg. 511a
, cf. Euthd. 276d; ἄνω κάτω τοὺς νόμους ς. D.21.91; so (lyr.); στρέφειν alone, overturn, upset, Id.IT 1166, Fr. 536 (troch.); γῆν ς. turn it over by digging or ploughing, X.Oec.16.15: c. acc. cogn.,πάσας σ. στροφάς Pl.Ti. 43e
; γράμματα πανταχῇ ς. Id.Cra. 414c: c. inf., change a thing so as to.., (lyr.).III σ. σφυρόν sprain or dislocate it, Epict.Ench.29.2, Arr.Epict.3.15.4 (soστραφῆναι τὸν πόδα Hdt.3.129
, cf. Pl.Lg. 789e).2 metaph. of pain, twist, torture,κακὸν στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα Antiph.177
, cf. Ar.Pl. 1131, Fr. 462, Ael. NA2.44 ([voice] Pass.), Gal.19.141; : so σ. τὴν ψυχήν torment, Pl.R. 330e.3 of corruptions in Music,κάμπτων καὶ στρέφων Pherecr.145.15
.IV twist, plait,σπάρτα ἐστραμμένα X.An.4.7.15
;ἐμβολάδην ἐστραμμέναι ἀλλήλῃσι h.Merc. 411
; spin,ὑπὸ μακρῷ λίνῳ στρεφομένη Luc.JConf.7
, cf. 1;ἔστρεψεν Μοιρῶν μία νήματα IG14.607i
([place name] Caralis); κρόκην ς. Luc.Fug. 12: metaph.,μεγάλας σ. περιόδους Plu.2.235e
.VI metaph., turn a thing over in one's mind, τί στρέφω τάδε; E.Hec. 750;πρὸς ἀλλήλους Luc.Alex.8
;βουλὴν ἐν ἑαυτῷ Ael. NA10.48
; .VIII convert,τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων LXX Ps.113(114).8
, cf. 29(30).12, Ex.4.17; στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον ib.1 Ki.10.6; transmute metals, Zos.Alch.p.195 B.IX f.l. for τρέπω in Lys.32.20.B [voice] Pass. and [voice] Med., twist or turn oneself, στρεφθείς having turned face upward, Od.9.435; turn round or about, turn to and fro, Il.5.40, 575, etc.; ; ἐστρέφετ' ἔνθα καὶ ἔνθα, of one tossing in bed, 24.5; τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην; Ar.Nu.36, cf. Amphis 20.4; of patients, Gal.7.664.2 turn to or from an object,ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il. 6.516
, cf. Od.16.352; στρεφθεὶς μετόπισθεν turning back, Il.15.645; return, S.OC 1648, Ant. 315, etc.;στραφέντες ἔφευγον X.Cyr.3.3.63
, An.3.5.1; ποῖ στρέφει; whither away? Ar.Th. 230, 610.3 of the heavenly bodies, revolve, circle, Od.5.274, Pl.Ti. 40b; of the distaff, Id.R. 617a; of a joint,ἐν ἄρθροις σ. κοτυληδών Ar.V. 1495
.II turn or twist about, like a wrestler trying to elude his adversary: hence, in argument, twist and turn, shuffle, τί ταῦτα στρέφει; Id.Ach. 385; τί δῆτα ἔχων στρέφει; Pl.Phdr. 236e, etc.; πάσας στροφὰς στρέφεσθαι twist every way, Id.R. 405c, cf. Euthd. 302b.2 turn and change,κἂν σοῦ στραφείη θυμός S.Tr. 1134
; στρεφόμενα λέγων things that tell both ways, D.H.Rh.8.15: c. gen. causae, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην I would not turn for any noise of thine, S.Aj. 1117.III to be always engaged in or about, ;περὶ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἡ σοφιστική Arist.Metaph. 1004b22
, cf. Phld.Rh.2p.124S.2 generally, to be at large, go about,ἀνειμένη στρέφει S.El. 516
;ἐν κυσὶν.. ἐστράφην λύκος Sol.37.6
;στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια Phld.Rh.2.139
S.; of things, to be rife,ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά Sol.4.23
.3 of places, τόποι ἐπὶ.. τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι turned, lying towards.., Plb.2.15.8, etc.C in strict med. sense, turn about with oneself, take back,στράτευμ' ἐς Ἄργος S.OC 1416
.D intr. in [voice] Act., like [voice] Pass., turn about, Il.18.544, 546, where, however, ζεύγεα may be supplied from 543, as may ὄϊς in Od.10.528, and ἵππους in X.Eq.7.18; of soldiers, wheel about, Id.An.4.3.26 and 32;στρέψαντες ἀπεχώρουν Id.Ages.2.3
; ποῖ στροφαὶ.. μανιῶν στρέφουσι; S.Ichn.224; τὸν στρέφοντα κύκλον ἡλίου revolving, Id.Fr. 738, cf. E. Ion 1154; στρέψαι δεῦρ', of the Comic Chorus, Pl.Com.92; στρέψον τι, δούλη withdraw a little, Herod.1.8;ἔστρεψεν ὁ θεός Act.Ap.7.42
. -
96 στρεφω
(fut. στρέψω, aor. 1 ἔοτρεψα - эп. στρέψα, эп. aor. iter. στρέψασκον; pass.: aor. 1 ἐστρέφθην - ион.-дор. ἐστράφθην, aor. 2 ἐστράφην с ᾱ, pf. ἔστραμμαι)1) поворачивать(οὖρον, ἵππους Hom.; πηδάλιον Pind.; πρόσωπον πρός τινα Eur.; ὄμμα Plat.)
στρατὸν στρέψαι πρὸς ἀλκήν Eur. — вернуть войско в сражение;ἔνθα καὴ ἔνθα στρέφεσθαι Hom. — поворачиваться туда и сюда, т.е. беспокойно метаться;δυσκολαίνειν καὴ στρέφεσθαι τέν νύχθ΄ ὅλην Arph. — охать и метаться всю ночь;στραφεὴς ἴω ; Soph. — повернуться мне и уйти?;πάσας σ. στροφάς Plat. — поворачивать во все стороны (ср. 2);στρέψασθαι ἐκ χώρης (ὅθι) Hom. — вернуться оттуда (где);οἱ ἐπὴ τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι τόποι Polyb. — обращенные к северу местности;σ. ἑαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Arph. — предаться порокам;σ. τι πρὸς κέρδος ἴδιον Eur. — обращать что-л. в свою пользу2) переворачивать, опрокидывать(σ. κάτω Soph.)
ἄνω κάτω σ. τι Dem. — опрокидывать что-л. вверх дном;ἄνω τε καὴ κάτω τι σ. Aesch., Plat., Dem. — ставить все наголову, т.е. распоряжаться по своему произволу;διπλᾶ στρέψαι τὰ ἐρωτήματα Plat. — по-иному поставить те же вопросы;στροφὰς στρέφεσθαι Plat. — прибегать к уверткам, изворачиваться3) поднимать плугом, вспахивать(τέν γῆν Xen.)
4) кружить, вращать(τὸν ἄτρακτον Plat.; κύκλῳ στρέφεσθαι Arst.; Ἄρκτος, ἥτ΄ αὐτοῦ στρέφεται Hom.)
ὑπὸ μακρῷ τῷ λίνῳ στρέφεσθαι Luc. — (о веретене) вертеться на длинной нити, перен. бесконечно тянуться5) вить, крутить, скручивать(σπάρτα ἐστραμμένα Xen.)
χερσίν τινος στρεφθείς Hom. — обвившись руками вокруг чего-л.;στραφῆναι τὸν πόδα Her. — вывихнуть себе ногу6) изменять(τὰ γράμματα Plat.)
κἂν σοῦ στραφείη θυμός, εἰ τὸ πᾶν μάθοις Soph. — твой гнев улегся бы, если бы ты узнал все7) мучить, терзать(τινά Arph.; ψυχήν Plat.)
8) обдумывать, обсуждать(τι Eur., Luc.)
9) med., перен. вращаться, находиться, пребывать(ἔν τινι Plat.)
περὴ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἥ διαλεκτική Arph. — той же областью (что и философия) занимается диалектика10) поворачивать(ся)τάναντία στρέψαι Xen. — повернуть в противоположную сторону -
97 провисание
η κάμψη προς τα κάτω (λόγω βάρους), η κύρτωση, το λύγισμα προς τα κάτω-ть κάμπτομαι/λυγίζω προς τα κάτω (λόγω βάρους)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провисание
-
98 из-под
из-подпредлог с род. п.1. (откуда) Ιΐπό) κάτω, κάτωθεν:\из-под стола (ἀπό) κάτω ἀπ' τό τραπέζι·2. (для) γιά, διά, ἀπό:коробка \из-под конфет κουτί ἀπό καραμέλλες· ◊ -носу разг κάτω ἀπ' τήν μύτη· \из-под па́лки разг μέ τό ζόρι, μέ τό στανιό. -
99 ниже
ниже1. сравнит, ст. от низкий κατώτερος, χαμηλότερος / πιό κοντός (о росте)/ χαμηλότερος (о звуке)·2. сравнит, ст. от низко πιό κάτω, χαμηλότερα·3. предлог ὑπό, κάτω ἀπό:пять градусов \ниже нуля πέντε βαθμοί ὑπό τό μηδέν ◊ \ниже среднего κάτω ἀπό τό μέτριο, κατώτερο τοῦ μετρίου· \ниже всякой критики δέν ἀντέχει σέ καμμιά κριτική· это \ниже моего достоинства ἀπαξιώ νά... -
100 низ
низм τό κάτω μέρος:с низу до верху ἀπό πάνω ἔως κάτω· в самом \низу́ στό πιό κάτω μέρος· \низ дома τό ίσόγειο[ν]· \низ платья ὁ ποδόγυρος.
См. также в других словарях:
κάτω — και κάτου επίρρ. τοπ. 1. χαμηλά, στο έδαφος: Άφησε κάτω το δέμα. 2. στο κάτω μέρος, αποκάτω: Τον χτύπησε κάτω από το μάτι. 3. με την πρόθεση από και αιτ. αριθμητικού σημαίνει λιγότερο: Κοστίζει κάτω από πεντακόσιες λίρες. 4. με την πρόθεση σε και … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
κάτω — κάτος following masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάτος following masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) κάτω downwards indeclform (adverb) κατόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κατόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάτω Κλεινών, δήμος — Νέος δήμος (3.963 κάτ.) του νομού Φλωρίνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Ακρίτα, Άνω Καλλινίκης, Άνω Κλεινών, Εθνικού, Κάτω Καλλινίκης … Dictionary of Greek
Κάτω Νευροκοπίου, δήμος — Δήμος (8.026 κάτ.) του νομού Δράμας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αχλαδέας, Βαθυτόπου, Βώλακας, Γρανίτου, Δασωτού, Εξοχής, Καταφύτου, Κάτω Βροντούς,… … Dictionary of Greek
Κάτω Πεδινά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 940 μ., 87 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Τα Κ.Π. βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο δυτικό Ζαγόρι, 37 χλμ. ΒΔ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου. Η… … Dictionary of Greek
Κάτω Αιγάνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 78 κάτ.) στην πρώην επαρχίας Τιρνάβου του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στις εκβολές του Πηνειού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Ολύμπου … Dictionary of Greek
Κάτω Αλισσός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 434 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται προς τα παράλια, ανατολικά και κοντά στην Κάτω Αχαΐα, 22 χλμ. ΝΔ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δύμης … Dictionary of Greek
Κάτω Βροντού — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 528 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, 59 χλμ. ΒΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Νευροκοπίου … Dictionary of Greek
Κάτω Ελληνικά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 264 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις βόρειες απολήξεις του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου.… … Dictionary of Greek
Κάτω Ζαχλωρού — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην κοιλάδα του Βουραϊκού ποταμού, 82 χλμ. ΝΑ της πόλης της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων.… … Dictionary of Greek