-
21 κάτω
dolny przym. -
22 κάτω
1) dole2) dolů3) spodní -
23 κάτω
downΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κάτω
-
24 κατω-νάκη
κατω-νάκη, ἡ, ein Sklavenkleid, das unten einen Vorstoß von Schaaffell hat (νάκος), Ar. Lys. 1150 Eccl. 721. Bei Suid. auch κατω-νάκης, ὁ.
-
25 κατω-φερής
κατω-φερής, ές, = καταφερής, oft als v. l. dafür; sicher erst bei Sp., wie Schol. Ar. Ran. 127; vgl. Lob. zu Phryn. 439.
-
26 κατω-φαγᾶς
κατω-φαγᾶς, ᾶ, ὁ, ein Vogel, Ar. Av. 288, der mit darniedergebeugtem Kopfe immer frißt; nach dem Schol. von καταφαγεῖν, gefräßig; vielleicht auch mit Anspielung auf σκατοφάγος. Vgl. καταφαγᾶς.
-
27 κατω-φορέω
κατω-φορέω, heruntertragen, Eust.
-
28 κατω-φέρεια
κατω-φέρεια, ἡ, abschüssige Lage, Abhang, wie καταφέρεια.
-
29 κατω-κάρᾱ
κατω-κάρᾱ, kopfunten, kopfüber; Pind. frg. 134; εἴπερ ἐκ ποδῶν κατωκάρα κρέμαιτό γε Ar. Ach. 909; ῥίπτειν τινά Pax 155; Sp.; auch getrennt geschrieben.
-
30 κατω-νακο-φόρος
κατω-νακο-φόρος, der eine κατωνάκη trägt; so hießen nach Theopomp. bei Ath. VI, 271 d die Sklaven der Sicyonier, die er mit den ἐπευνάκτοις der Spartaner vergleicht.
-
31 κατω-βλέπων
κατω-βλέπων, οντος, ὁ, auch τὸ κατωβλέπον, οντος, der Niederschauende, ein afrikanisches Thier aus dem Stiergeschlechte, mit großem, niederhangendem Kopfe, catoblepas Plin. 8, 21, 32; Ael. H. A. 7, 5; Alex. Mynd. bei Ath. V, 221 b.
-
32 κατώ-φορος
κατώ-φορος, sich herunter, abwärts bewegend, Sp.
-
33 κατώ-γειος
κατώ-γειος, dasselbe, Geopon., att. κατώγεως, Suid.
-
34 κατώ-γαιος
κατώ-γαιος, = κατάγαιος, Alex. Trall.
-
35 κατῶ-βλεψ
κατῶ-βλεψ, εἶδος ϑηρίου, Theognost. p. 97, 30, = Vorigem.
-
36 ὑπο-κάτω
ὑπο-κάτω, adv., unten drunter; δεῦρο ὑποκάτω ἐμοῦ κατακλίνω Plat. Conv. 222 e, u. öfter; Arist. mund. 2 plant. 4, 1; Pol. 3, 55, 2.
-
37 Το μήλο πέφτει κάτω απ' τη μηλιά
Το μήλο ( το σύκο) πέφτει κάτω απ' τη μηλιά ( απ' τη συκιά)– Κατά μάνα, κατά τάτα ( κύρη) έλθει γιος και θυγατέρα• Яблоко от яблоньки недалеко падает• Каковы родители, таковы и деткиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το μήλο πέφτει κάτω απ' τη μηλιά
-
38 Το σύκο πέφτει κάτω απ' τη συκιά
Το μήλο ( το σύκο) πέφτει κάτω απ' τη μηλιά ( απ' τη συκιά)– Κατά μάνα, κατά τάτα ( κύρη) έλθει γιος και θυγατέρα• Яблоко от яблоньки недалеко падает• Каковы родители, таковы и деткиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το σύκο πέφτει κάτω απ' τη συκιά
-
39 από κάτω / κάτω από
-
40 άνω κάτω
durcheinander [unordentlich, regellos]
См. также в других словарях:
κάτω — και κάτου επίρρ. τοπ. 1. χαμηλά, στο έδαφος: Άφησε κάτω το δέμα. 2. στο κάτω μέρος, αποκάτω: Τον χτύπησε κάτω από το μάτι. 3. με την πρόθεση από και αιτ. αριθμητικού σημαίνει λιγότερο: Κοστίζει κάτω από πεντακόσιες λίρες. 4. με την πρόθεση σε και … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
κάτω — κάτος following masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάτος following masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) κάτω downwards indeclform (adverb) κατόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κατόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάτω Κλεινών, δήμος — Νέος δήμος (3.963 κάτ.) του νομού Φλωρίνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Ακρίτα, Άνω Καλλινίκης, Άνω Κλεινών, Εθνικού, Κάτω Καλλινίκης … Dictionary of Greek
Κάτω Νευροκοπίου, δήμος — Δήμος (8.026 κάτ.) του νομού Δράμας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αχλαδέας, Βαθυτόπου, Βώλακας, Γρανίτου, Δασωτού, Εξοχής, Καταφύτου, Κάτω Βροντούς,… … Dictionary of Greek
Κάτω Πεδινά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 940 μ., 87 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Τα Κ.Π. βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο δυτικό Ζαγόρι, 37 χλμ. ΒΔ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου. Η… … Dictionary of Greek
Κάτω Αιγάνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 78 κάτ.) στην πρώην επαρχίας Τιρνάβου του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στις εκβολές του Πηνειού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Ολύμπου … Dictionary of Greek
Κάτω Αλισσός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 434 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται προς τα παράλια, ανατολικά και κοντά στην Κάτω Αχαΐα, 22 χλμ. ΝΔ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δύμης … Dictionary of Greek
Κάτω Βροντού — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 528 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, 59 χλμ. ΒΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Νευροκοπίου … Dictionary of Greek
Κάτω Ελληνικά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 264 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις βόρειες απολήξεις του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου.… … Dictionary of Greek
Κάτω Ζαχλωρού — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην κοιλάδα του Βουραϊκού ποταμού, 82 χλμ. ΝΑ της πόλης της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων.… … Dictionary of Greek