-
1 κατοχιμος
21) являющийся собственностью, находящийся в чьём-л. владении(χωρίον Isae. - v. l. κατοκώχιμος)
2) одержимый, исступленный(κ. καὴ φρικώδης Luc.)
-
2 κατόχιμος
-ος,-ον A 1-0-0-0-0=1 Lv 25,46held in possession; neol. -
3 κατόχιμος
κατόχ-ῐμος, later form for κατοκώχιμος (q. v.),A held in possession, ; sequestered,κλῆρος PFrankf. 7
B9 (iii B.C.), cf. PTeb.61 (b). 253 (ii B.C.).2 possessed by a supernatural power, Hsch. s.v. κατοκώχιμον, Gloss.; of things, 'eerie', uncanny,κ. πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά Luc.JTr.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόχιμος
-
4 κατόχιμος
κατ-όχιμος, besessen, in Besitz genommen; von einem Gotte begeistert; von bösen Geistern besessen -
5 κατοκωχιμος
31) движимый, подвластный(τῷ πάθει, ὑπὸ τῆς κινήσεως Arst.)
2) влекомый, тяготеющий -
6 κατοκώχιμος
2 capable of being possessed by a feeling or passion,ὑπὸ κινήσεως Arist.Pol. 1342a8
;ἐκ τῆς ἀρετῆς Id.EN 1179b9
; τῷ πάθει possessed, Id.HA 572a32; inclined, : abs., frantic, Luc.JTr.30 (vulg. κατόχιμος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοκώχιμος
См. также в других словарях:
κατόχιμος — κατόχιμος, ίμη, ον (Α) [κατοχή] 1. αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την κυριότητα άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῑν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ) 2. αυτός που κατέχεται από θεία και υπερφυσική δύναμη, ο θεοφορούμενος 3. (για πράγματα) αυτός μέσα… … Dictionary of Greek
ՍՏՐՈՒԿ — (ստրկի, կաց.) NBH 2 0755 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 12c ա.գ. κατόχιμος possessus, vel captivus ἁνδράποδον mancipium οἱκέτης famulus οἱκογενής domi natus, vernaculus, verna δοῦλος servus, subditus. Ստորին իմն ծառայ, որպէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)