Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατόχιμος

См. также в других словарях:

  • κατόχιμος — κατόχιμος, ίμη, ον (Α) [κατοχή] 1. αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την κυριότητα άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῑν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ) 2. αυτός που κατέχεται από θεία και υπερφυσική δύναμη, ο θεοφορούμενος 3. (για πράγματα) αυτός μέσα… …   Dictionary of Greek

  • ՍՏՐՈՒԿ — (ստրկի, կաց.) NBH 2 0755 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 12c ա.գ. κατόχιμος possessus, vel captivus ἁνδράποδον mancipium οἱκέτης famulus οἱκογενής domi natus, vernaculus, verna δοῦλος servus, subditus. Ստորին իմն ծառայ, որպէս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»