-
1 ἀμφι-βαίνω
ἀμφι-βαίνω ( βαίνω), umschreiten, eigentlich über etwas treten, stehen, sitzen, so daß man es zwischen seinen Beinen hat, Hom. Od. 5, 371 Ὀδυσσεὺς ἀμφ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε κέληϑ' ὡς ἵππον ἐλαύνων, er saß rittlings auf einem Balken; in den meisten Fällen ist es = περιβαίνειν, vgl. ὰμφί; so Od. 12, 74 νεφέλη δέ μιν (σκόπελον) ἀμφιβέβηκεν, umgiebt ihn; Iliad. 16, 66 Τρώων νέφος ἀμφιβέβηκεν νηυσίν, Od. 8, 541 μὶν ἄχος φρένας ἀμφιβέβηκεν, Iliad. 6, 355 σὲ πόνος φρένας ἀμφιβέβηκεν; – Od. 4, 400 ἶμος δ' ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκῃ (v. l. Scholl.), conj. conditional., ἄν fehlt Homerisch, dann wann die Sonne mitten am Himmel steht, ἀμφιβεβήκῃ Präsens, μέσον Prädicatsnomen, eigentl. »wann die Sonne den Himmel in der Mitte umschreitet«, d. h. wenn sie auf ihrer Umschreitung des Himmels ( περίβασις) in die Mitte gekommen ist; Iliad. 16, 777 ὄφρα μὲν ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει, τόφρα μάλ' ἀμφοτέρων βέλε' ἥπτετο, so lange –, Dauer, ἀμφ. Impft; Iliad. 8, 68 ἦμος δ' ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει, v. l. Scholl. Didym. ἀμφιβεβήκειν, ohne Zweifel Aristarchisch; – Iliad. 17, 4 ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖν' ὥς τις περὶ πόρτακι μήτηρ – · ἃς περὶ Πατρόκλῳ βαῖνε ξανϑὸς Μενέλαος, trat zu seinem Schutze hin, impft. βαῖνε Homerisch für den aor.; 17, 359 ἀλλὰ μάλ' ἀμφ' αὐτῷ βεβάμεν, Präsens, zu seinem Schutze dazustehn; 14, 477 ἀμφὶ κασιγνήτῳ βεβαώς; 5, 299 ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖνε λέων ἃς ἀλκὶ πεποιϑώς, aor., trat hin; 1, 37. 451 κλῠϑί μευ, ἀργυρότοξ', ὃς Χρύσην ἀμφιβέβηκας Κίλλαν τε ζαϑέην, der du unter deinen Schutz genommen hast, perf.; Od. 9, 198 Ἀπόλλωνος ὃςἼσμαρον ἀμφιβεβήκει; das Bild ist von der Art entlehnt, auf welche vierfüßige Thiere ihre Jungen vertheidigen; ἀμφιβαίνειν ist dabei = περιβαίνειν; s. Aristonic. Scholl. Iliad. 1, 37. 5, 299. 14, 477. 17, 4. 5, 21. 8, 331. 13, 420. 17, 80, vgl. Apoll. lex. Hom. 27, 19. – Aesch. δαίμονες ἀμφιβάντες πὁλιν Spt. 138, was Opp. nachahmt, C. 3, 218; ἑὸν πάϊν ἀμφιβεβῶσα, vom Hahne, ϑηλείας, Batr. 5, 8; – Eur. ἀμφιβᾶσα φλὸξ οἴνου Alc. 761; ὦ μοῖρα, οἵα με τὸν δύστηνον ἀμφιβᾶσ' ἔχεις Andr. 1083; ϑάρσος μοι ἀμφιβαίνει Suppl. 629, Muth wandelt mich an; – Xen. Cyn. 10, 13 herumgehen.
См. также в других словарях:
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek
υποπρόστ(ε)ιμος — ον, Α αυτός που οφείλει να πληρώσει πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρόστιμον] … Dictionary of Greek
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
θαλάσσιμος — ο ο ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ιμος (πρβλ. αναστάσ ιμος, εργάσ ιμος)] … Dictionary of Greek
ιάσιμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, ον) (για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος αρχ. αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ… … Dictionary of Greek
κάρπιμος — η, ο (Α κάρπιμος ον) 1. αυτός που παράγει καρπό, ο καρποφόρος («καρπίμου θέρους», Αισχύλ.) 2. προσοδοφόρος, ωφέλιμος («κάρπιμα ἀγαθά», Αριστοτ.) αρχ. 1. εύπορος, πλούσιος («ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους», Αριστοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
κούριμος — κούριμος, ίμη, ον (ΑM, Α θηλ. και ος) αυτός που έχει αποκοπεί με κούρεμα, κομμένος («ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην κουρά, στο κούρεμα («σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῑσα κούριμον», Ευρ.) 2. το θηλ.… … Dictionary of Greek
λόγιμος — λόγιμος, η, ον, θηλ. και ος (AM) αξιόλογος, περίφημος, εκλεκτός («πόλισμα λόγιμον», Ηρόδ.) μσν. μορφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. ιμος(πρβλ. δόκ ιμος, ωφέλ ιμος)] … Dictionary of Greek
μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη … Dictionary of Greek
νήστιμος — νήστιμος, ον (ΑΜ, Α και νήστειμος, ον) αυτός που ανήκει στη νηστεία ή που κατά τη διάρκειά του γίνεται νηστεία («τοὺς νηστείμους ἑβδομάδας», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + κατάλ. ιμος (πρβλ. γνώρ ιμος, κάρπ ιμος)] … Dictionary of Greek
νόστιμος — η, ο (ΑΜ νόστιμος, ον) ο ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος νεοελλ. μτφ. ωραίος, κομψός, χαριτωμένος, θελκτικός («είναι νόστιμη κοπέλα») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα 2. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός να… … Dictionary of Greek