-
1 κάρπιμος
κάρπ-ιμος, ον,A fruit-bearing, fruitful, ; στάχυς, πέδον, E.Supp.31, Or. 1086;καρπίμους ἐτῶν κύκλους Id.Hel. 112
; ;κισσοῦ κλάδοι Alex. 119.5
; ; κάρπιμα πρῷα early crops, Ar.V. 264; θερίσαι κάρπιμα to reap the fruits, CIG4310.15 ([place name] Limyra), cf. PSI4.292.13 (iii A.D.); κ. [ ἀγαθά] property that yields a produce, opp. ἀπολαυστικά, Arist.Rh. 1361a17; opp. ἄκαρπα, Id.EN 1125a12: metaph., ἀμέλγεις τῶν ξένων τοὺς κ. from whom money can be wrung, Ar.Eq. 326.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρπιμος
-
2 καρπάλιμος
Grammatical information: adj.Meaning: `swift, eager' (Il., h. Merc. 225, Ar. Th. 957 [lyr.], A. R.), adjunct of πόδες, of γένυες (Pi. P. 12, 20); adv. καρπαλίμως (Il.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: On the formation Arbenz Die Adj. auf - ιμος 28f. - Unknown. By Schrader KZ 30, 473 as "handy" connected with καρπός `root of the hand' with further connection with OHG hwerban `turn' etc., s. 2. καρπός. Solmsen KZ 30, 602 does not connect καρπός, and starts directly from the meaning `turn'. Others, e. g. L. Meyer and Bechtel (s. Lex. s. v.), see the basis in κάλπη `trot' (with dissimilation). A first syllable καρπ- can hardly be of IE origin.Page in Frisk: 1,791Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καρπάλιμος
См. также в других словарях:
νήστιμος — νήστιμος, ον (ΑΜ, Α και νήστειμος, ον) αυτός που ανήκει στη νηστεία ή που κατά τη διάρκειά του γίνεται νηστεία («τοὺς νηστείμους ἑβδομάδας», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + κατάλ. ιμος (πρβλ. γνώρ ιμος, κάρπ ιμος)] … Dictionary of Greek
νόστιμος — η, ο (ΑΜ νόστιμος, ον) ο ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος νεοελλ. μτφ. ωραίος, κομψός, χαριτωμένος, θελκτικός («είναι νόστιμη κοπέλα») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα 2. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός να… … Dictionary of Greek
οπώριμος — ὀπώριμος, ον (Α) οπωροφόρος, καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. ιμος πιθ. κατά το κάρπ ιμος] … Dictionary of Greek