-
1 εορταστικος
-
2 εορταστικός
-
3 ἑορταστικός
-
4 ἑορταστικός
ἑορταστικός, zum Feste gehörig, festlich; ἡμέρα, Feiertag -
5 εορταστικός
η, ό[ν] праздничный;εορταστική όψις της πδλεως — праздничный вид города
-
6 ἑορταστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑορταστικός
-
7 törenli
εορταστικός -
8 εορταστικών
ἑορταστικόςfit for a festival: fem gen plἑορταστικόςfit for a festival: masc /neut gen pl -
9 ἑορταστικῶν
ἑορταστικόςfit for a festival: fem gen plἑορταστικόςfit for a festival: masc /neut gen pl -
10 εορταστικόν
ἑορταστικόςfit for a festival: masc acc sgἑορταστικόςfit for a festival: neut nom /voc /acc sg -
11 ἑορταστικόν
ἑορταστικόςfit for a festival: masc acc sgἑορταστικόςfit for a festival: neut nom /voc /acc sg -
12 ἑορταστής
-
13 праздничный
праздни||чныйприл ἐορταστικός, ἐορτάσιμος (о дне) / γιορτερός, γιορτινός (об одежде):\праздничныйчный вид ἡ γιορτινή ὅψη· \праздничныйчное настроение ἡ γιορτινή διάθεση· \праздничныйчный день ἡ ἐορτάσιμη ἡμέρα, ἡ ἐόρτιος ήμερα. -
14 торжественный
торжественн||ыйприл ἐπίσημος, πανηγυρικός, ἐορταστικός (праздничный):\торжественныйый день ἡ ἐορτάσιμη ήμερα· \торжественныйая ми-ну́та ἡ ἐπίσημη στιγμή· \торжественныйое собрание ἡ πανηγυρική συγκέντρωση· \торжественныйый обед τό ἐπίσημο γεῦμα· \торжественныйый въезд ἡ θριαμβευτική είσοδος. -
15 εορταστική
-
16 ἑορταστικῇ
-
17 εορταστικής
-
18 ἑορταστικῆς
-
19 εορταστικαίς
-
20 ἑορταστικαῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑορταστικός — fit for a festival masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορταστικός — και γιορταστικός, ή, ό (AM εορταστικός, ή, όν) [εορτάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γιορτή νεοελλ. 1. ευχετήριος στη γιορτή κάποιου 2. το ουδ. ως ουσ. το εορταστικό εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών μεγάλων εορτών … Dictionary of Greek
εορταστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται σε εορτή ή εορτασμό, που γίνεται για εορτασμό ή που συμβαίνει σε εορτασμό, πανηγυρικός, πανηγυριώτικος: Εορταστική ατμόσφαιρα. 2. ο ευχετήριος για τη γιορτή κάποιου: Εορταστικό τηλεγράφημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑορταστικῶν — ἑορταστικός fit for a festival fem gen pl ἑορταστικός fit for a festival masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικόν — ἑορταστικός fit for a festival masc acc sg ἑορταστικός fit for a festival neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικαῖς — ἑορταστικός fit for a festival fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικαί — ἑορταστικός fit for a festival fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικοῖς — ἑορταστικός fit for a festival masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικοί — ἑορταστικός fit for a festival masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικοῦ — ἑορταστικός fit for a festival masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικούς — ἑορταστικός fit for a festival masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)