-
1 άιες
ἄ̱ϊες, ἀίω 1perceive: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἄϊες, ἀίω 1perceive: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἄιες
ἄ̱ϊες, ἀίω 1perceive: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἄϊες, ἀίω 1perceive: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
3 μάντις
1 prophet(ess) ( αἶνος),ὃν Ἄδραστος μάντιν Οἰκλείδαν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13
“ ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι Amphiareus O. 6.17 περὶ θνατῶν δ' ἔσσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον Iamos O. 6.50Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.2
ἐπιχώριον μάντιν ἄσμενος εὗρεν Polyidos O. 13.74 μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισιθεοπροπέων ἱεροῖς Μόψος P. 4.190
Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (Hermann: μαντείων, -εῖον codd.) P. 11.6 μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν Kassandra P. 11.33 μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο νέφος Amphiareus N. 10.9 εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ Herakles I. 6.51 ναοπόλον μάντιν δαπέδοισιν ὁμοκλέα Teneros fr. 51d.κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος Pae. 8.13
Δελφοὶ θεμίστων μάντιες Ἀπολλωνίδαι ( ὕμνων post θεμ. del. Heyne) fr. 192. ἐναργέα τ' ἔμ ὥστε μάντιν οὐ λανθάνει (v. fr. 150.) fr. 75. 13. μάντις ὡς τελέσσω ἱεραπόλος Παρθ. 1. 5. -
4 ὄφις
ὄφῐς (-ιν, -ιες, -ίων, -ιας.)1 snake κτεῖνε μὲν γλαυκῶπα τέχναις ποικιλόνωτον ὄφιν (sc. Ἰάσων) P. 4.249 παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς of the Gorgons' heads P. 12.9δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
]ὄφιες θεόπομπ[οι of the snakes sent to destroy the infant Herakles Pae. 20.8 -
5 πόλις
πόλις, πτόλις (-ις, -ιος, -ι coni., -ιν; -ίων, -ίες(ς)ι(ν), πόλεσιν dub., - ῖς dub.: πτόλις, -ιν: πόλεα heterocl. acc. dub. Δ. 3. 9.)1 city, stateαὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν Θήρωνος O. 2.93
τὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4
αἰτήσων πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν O. 5.20
βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (Lindos ?) O. 7.34 Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις (Ialysos) O. 7.94αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς O. 9.21
πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν (Opous) O. 9.66νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων O. 10.13
ἴδε πατρίδα πολυκτέανον βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν (the city of Augeas, king of the Epeians) O. 10.38Τίρυνθα ναίων πόλιν O. 10.68
μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (Locri Epizephyrii) O. 10.99βάθρον πολίων ἀσφαλές, Δίκα O. 13.6
ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111
ὄρος τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα (Aitna) P. 1.31Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54
τῷ πόλιν κείναν Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (Aitna) P. 1.61χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.88
κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ (Cyrene) P. 4.8 “ μεγαλᾶν πολίων ματρόπολιν Θήραν γενέσθαι” P. 4.19 [“ νάεσσι πόλῖς ἀγαγὲν Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα” (Lehrs: πολεῖς codd.) P. 4.56]ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272
βασιλεὺς ἐσσὶ μεγαλᾶν πολίων P. 5.16
ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν (Cyrene) P. 5.53Κυράνας ἀγακτιμέναν πόλιν P. 5.81
πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν P. 7.9
Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε P. 8.99
καλλίσταν πόλιν (Cyrene) P. 9.69 τρὶς δὴ πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι (Cyrene) P. 9.91ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.106
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαικεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.72
τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52
φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων (Akragas) P. 12.1 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων (Bergk: πόλιν, πόλει codd.: καλλίχορον πόλιν Theon: Orchomenos) P. 12.26Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς πολίων ἀφνεαῖς N. 1.15
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις (Aigina) N. 5.47 πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν (Aigina) N. 7.9πρὸς Ἴλου πόλιν N. 7.30
Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν N. 7.35
πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ (Aigina) N. 8.13 κυδαίνων πόλιν (Sikyon) N. 9.12Δαναοῦ πόλιν Ἄργος N. 10.1
Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες N. 10.47
τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν (Aigina) 1. 5. 22.πόλιν Τρώων πράθον I. 5.36
πόλις Αἴαντος Σαλαμίς I. 5.48
οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι (Aigina) I. 6.65 φιλαρμάτου πόλιος ἁγεμόνα (sc. Θήβαν) I. 8.20 “ πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3. πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον (in Krete)Πα.. 3. διέπερσεν Ἰλίου πόλ[ιν Pae. 6.104
]πόλιν πατρίαν (Aigina ?) Πα.. 1. Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πό[λιν] (Thebes)Πα... ]υ πόλιν χαλκεα[ Pae. 14.26
]ν' ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ Pae. 18.4
]σχήσει πολι[ Pae. 21.17
Κυ]κλώπων πτόλις α[ Δ. 1.. τ]ίνα πτόλιν Δ. 4. c. 6. θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος (Bergk e paraphr. Plutarchi: ὑπὲρ πολέων, ἐπὶ πόλεως codd. Herodiani) fr. 78. 3. ὑψηλὰν πόλιν ἀμφινέμονται (Akragas) fr. 119. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες ( πολίεσσιν coni. Boeckh, edd.) fr. 210. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν (Aigina) fr. 242. δαιτίκλυτον πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον ?fr. 333a. 8. dub., ] εων ἐλθὲ φίλαν δὴ πόλεα (Schr.: πολέα G-H: πολεωᾰ ς Π: forma πόλεα valde dubia, nott. Snell) Δ. 3. 9. -
6 Τερψίας
Τερψίας brother of Ptoiodoros, q. v. Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ μακρότεραι Τερψίᾳ θ' ἕψοντ Ἐριτίμῳ τ ἀοιδαί (Er. Schmid e Σ: τερψια, -ιαι, -ιες codd.) O. 13.42 -
7 δείξω
δείξω, (for δε-δϝοψ-α) [ per.] 1st sg. [tense] pf. in [tense] pres. sense, Il.14.44, Od.5.300 ( δείδιτε should prob. be restored for δείδετε in AP9.147 (Antag.)): [tense] fut.Aδείσομαι Il.15.299
, etc.; laterδείσω Q.S.4.36
, etc.: [tense] aor. ἔδεισα, in Hom. ἔδδεισα (i.e. ἔδϝεισα, cf. ὑποδδείσας, = ὑποδϝείσας): [tense] aor. 2δίον Il.22.251
(v. infr. 7), [ per.] 3sg.δίε 5.566
; [tense] pf. δέδοικα, ας, ε, (in [tense] pres. sense), freq. in sg., Thgn.39, A.Pers. 751, Ar.Eq.38, etc.; rare in pl.,δεδοίκαμεν Men.534.11
, Luc.Charid.24, ; [dialect] Ep. δείδοικα (i.e. δε-δϝ-) Il.1.555, al.; subj.δεδοίκωσι Hp.Art.37
; inf.δεδοικέναι E.Supp. 548
, Ar.V. 1091, Pl.Ax. 372, etc.; part.- κώς Anacr.43
, Ar. Pax 607, Hdt.1.107, etc.: [tense] plpf. in [tense] impf. sense, Ar. Pl. 684, Pl.R. 472a, etc.; [ per.] 3pl.- οίκεσαν Th.4.27
, X.An.3.5.18 :— also (lyr.), S.OC 1469 (lyr.), commonly used in Prose, D.14.4, Luc.Prom.Es5, etc.; , Men.223.13; pl. δέδιμεν, δέδιτε, Th.3.53,56, 4.126, etc.; , Pl.Ap. 29a, etc. (once in Hom., Il.24.663); [dialect] Ep. δείδια ib.13.49, al., [ per.] 3sg.δείδιε Od.16.306
; pl.δείδῐμεν Il.9.230
, etc.; δείδῐτε APl.c. (v. supr.); imper. , V. 273, [dialect] Ep.δείδῐθι Il.5.827
, etc.; later ( δείδιχθι cod. opt.),δέδῑθι Babr.75.2
codd.; subj.δεδίη X.Ath.1.11
;δεδίωσι Isoc.4.156
, etc.; inf.δεδιέναι Th. 1.136
, Pl.Phd. 88b, etc., [dialect] Ep. δειδίμεν (to be distd. from [ per.] 1pl. indic. δείδιμεν) Od.9.274, 10.381; part. , Pl.. 448, Th.6.24, etc., fem. δεδιυῖα prob. in Pl.Phdr. 254e, [dialect] Ep. acc. δειδιότα, pl. -ιότες, -ιότων, -ιότας, Il.6.137, etc.: [tense] plpf. ἐδεδίειν, εις, ει, Hyp.Lyc.6, D.34.27, etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.δείδιε Il.18.34
; [ per.] 3pl.ἐδεδίεσαν Th.4.55
codd., X. An.5.7.36, ; [dialect] Ep. [ per.] 1pl.ἐδείδιμεν Il.6.99
, [ per.] 3pl.ἐδείδισαν 5.790
, al.,δείδισαν 15.652
(hence in late [dialect] Ep., [tense] impf. ἐδείδιου, -ιες, -ιε, Q.S.10.450, Nonn.D.2.608, 35.30):—in Prose the shorter forms are generally preferred:—fear, distd. from φοβέομαι (v. δέος): Construct.:1 abs., Hom., etc.2 folld. by a Prep., δ. περί τινι to be alarmed, anxious about.., Il.17.242, 5.566, etc.; (lyr.);τῆς τυραννίδος πέρι E.Supp. 446
;ὑπέρ τινος Th.1.74
;δ. ἐκ τῶν ὕπνων Plb.5.52.13
;θορύβῳ Plu.Dem.9
.3 folld. by a relat. clause, mostly with μή.., and folld. by subj., Il.1.555, etc.; rarely by indic.,δείδω μὴ.. νημερτέα εἶπεν Od.5.300
; , cf. OT 767, Th.6.88; δέδοιχ' ὅπως μὴ.. ἀναρρήξει κακά, = δέδοικα μή.., S.OT 1074, cf. D.8.53, 9.75, Ar.Eq. 112;μὴ δείσῃς ποθ' ὡς.. ὄψεται S.El. 1309
; δ. μὴ οὐ, folld. by subj.,δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε Th.3.57
, cf. Hdt.7.163, X.Mem.2.3.10, E.Andr. 626, etc.; alsoδ. ὅπως λάθω E.IT 995
;μὴ δείσητε ὡς οὐχ ἡδέως καθευδήσετε X. Cyr.6.2.30
.4 c. inf., fear to do,δεῖσαν δ' ὑποδέχθαι Il.7.93
, Th.1.136: c. acc. et inf.,δ. νέμεσιν ἔσεσθαι Od.22.40
; : c. inf. [voice] Pass.,οὐκ ἐδεδίεσαν βασανισθῆναι Lys.13.27
.5 c. acc., fear, dread,Δία Od.14.389
; σημάντορας ib.4.431, etc.;τὸ σὸν πρόσωπον S.OT 448
;τοὺς γονέας Pl.R. 562e
; coupled withφοβοῦμαι, τοὺς Ἀθηναίους ἡγούμενοι ἅπερ ἐδεδίεσαν φοβεῖσθαι Th.4.117
; , cf. Isoc.12.48, Pl.Euthphr. 12b, 12c. -
8 ῥύσις
A flow, ; εἰς τὸ κοιλότατον ἡ ῥ. Arist.Mete. 355b17; opp. ἄμπωτις, ib. 366a19;ἐκ ῥινῶν αἵματος -ιες Hp.Aph.3.27
; κοιλίης ib.2.14; [ ἐλαίου], i.e. yield of oil, Thphr. HP4.14.10, PRev.Laws 60.16 (iii B.C.); ; of fire, Thphr.Ign.54; shedding,τριχῶν Dsc.2.120
, Gal.19.431; used for γονόρροια, LXX Le.15.2 sq.III Math., [στιγμῆς] ῥύσιν φασὶν εἶναι οἱ γεωμέτραι τὴν γραμμήν (cf.ῥυΐσκομαι, ῥέω 1.5b
) Iamb. in Nic.p.57 P., cf. Plot.3.7.3, Procl. in Euc.p.97 F.; οἷον ἄστρου ῥ. Arist.Mu. 395b8. -
9 εἶμι
εἶμι, 2 sing. εἶσθα, subj. ἴησθα, ἴῃς, ἴῃσι, ̋̄ῐομεν, ἴωσι, opt. ἴοι, ἰείη, inf. ἴ(μ)μεν(αι), ipf. ἤιον, ἤια, ἤιες, ἴες, ἤιεν, ἦε, ἴε, ᾔομεν, ἤισαν, ἴσαν, ἤιον, fut. εἴσομαι, aor. mid. (ἐ) είσατο: go, the pres. w. fut. signif., but sometimes w. pres. signif., esp. in comparisons, e. g. Il. 2.87. The mid. form peculiar to Homer has no peculiar meaning, Ἕκτωρ ἄντ' Αἴαντος ἐείσατο, went to meet Ajax, Il. 15.415.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἶμι
-
10 κασίγνητος
Grammatical information: m.Meaning: `brother, sister (of the same mother), cousin' (Il.).Other forms: κασιγνήτη f. also Corc., Cypr., Lesb.; cf. Bowra JournofHellStud. 54, 65), Thess. κατίγνειτος m.Compounds: Compp.: αὑτο-κασίγνητος (Il.), - ήτη (κ 137), πατρο-κασίγνητος, - ήτη `uncle, aunt' (Hom.), ματρο-κασιγνῆται pl. `sister through the mother (?)' (A. Eu. 962); συγ-κασιγνήτη `(own) sister' (E. IT 800).Derivatives: Short form (s. below) κάσις, (- ιος) m. f. `id.' (trag., Call., Nic.), σύγ-κασις `(own) sister'(E. Alk. 410 [lyr.]). Also κάσιοι (for - ιες?) οἱ ἐκ τῆς αὑτῆς ἀγέλης ἀδελφοί τε καὶ ἀνεψιοί. καὶ ἐπὶ θηλειῶν οὕτως ἔλεγον Λάκωνες. H.; cf. Leumann Hom. Wörter 307 w. n. 79, where κάσις, κασίγνητος with doubtful right are taken from the poetical language. Unclear are κασεν (Lacon. Knabeninschr.; s. Kretschmer Glotta 3, 270ff., Schwyzer 625 n. 5 [for καθ'ἕν?]) and καινίτα ἀδελφή, καινίτας ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφάς H. (Cyprian \< κασιγνητ- [with itacism]?; s. v. Blumenthal Hesychst. 22).Origin: IE [Indo-European] [373] *ǵnh₁-tos + *km̥t-i- `born with (from the same mother)'Etymology: Diff. Kuiper Glotta 21, 287: from κατα. So `born (also, together) from the (same) mother'. On κασι- \< *κατι- s. on καί. Ruijgh, Élément ach. 137f; Beekes, Development 219f.Page in Frisk: 1,797-798Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κασίγνητος
-
11 κύρβεις
Grammatical information: f. a. m.Meaning: name of `turnable pillars or columns', in the form of a three-sided pyramide, on which in Athens the laws of Solon were inscribed, also used of other inscribed tables (Att., Arist.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: As technical expression suspected of being a loan. Mostly (Zupitza, Prellwitz etc., s. WP. 1, 472 f.) connected with καρπός `hand-root' (s. v.); apart from the diverging - β-, is an IE. sequence * kurp-, * kurb- (for *ku̯r̥p-, *ku̯r̥b-) hardly acceptable. - Here also Κύρβαντες (s. v.) seen the whirling dances (Fick BB 29, 239, Kretschmer Sprache 2, 68)? Discussion in Jeffery, Local Scrpts 53f. - Pre-Greek?Page in Frisk: 2,53Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κύρβεις
-
12 ὄρχις
Grammatical information: m.Meaning: `testicles' (IA.); also as a plant name `orchis, orchid' (because of the root's shape; Thphr., Dsc.), `sort of olive' (after the fruit's shape; Colum.; Strömberg 37 a. 55).Compounds: Compp., e.g. ὀρχί-πεδα n. pl. `scrota, testicles' (Ar.; cf. Risch IF 59, 15) with - πεδίζω (Ar., H.); ἔν-ορχις `provided with testicles, uncastrated' (Hdt., Luc.), also ἔν-ορχ-ος (Ψ 147, Hp.; on the stemfomation Sommer Nominalkomp. 111 f.), ἐν-όρχ-ης also `buck' (Ar., Arist., Theoc.; - ης substantiv., Schwyzer 451), - ής (MiletosVIa, with shift to the σ-stems, Schw. 513).Derivatives: Dimin. ὀρχίδια pl. n. (Dsc.) and ὀρχάς, - άδος f. `sort of olive' (Nic., Verg.; like κοτινάς a.o., Chantraine Form. 353).Origin: IE [Indo-European] [782] *h₃erǵʰ- `testicle'.Etymology: Old inherited word, in several languages retained. With ὄρχις agree, ignoring enlargements, Arm. orj-ik` pl. `testicles', gen. -woc̣ (IE *orǵhi-i̯o-), Alb. herdhë f. `id.', MIr. uirgge f. `id.' (both IE *orghi-i̯ā?); only in ablaut deviates Av. ǝrǝzi m. du. `id.' (IE *r̥ǵhī). An l-deriv. has Balt., e.g. Lith. er̃žilas, dial. ar̃ž- m. `stallion'. -- Details e. lit. in WP. 1, 182f., Pok. 782, Fraenkel Wb. s.v.Page in Frisk: 2,433-434Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄρχις
См. также в других словарях:
διακόσιοι, -ιες, -ια — αυτοί που απαρτίζονται από δύο εκατοντάδες ή είκοσι δεκάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφτακόσιοι, -ιες, -ια — ποσότητα από 700 μονάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οχτακόσιοι, -ιες, -ια — σύνολο 800 ανθρώπων ή πραγμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισχίλιοι, -ιες, -ια — τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χίλιοι, -ιες, -ια — αριθμητικό απόλυτο, κλιτή μορφή του άκλιτου χίλια 1. δέκα εκατοντάδες, χίλιες μονάδες: Ο Ξέρξης είχε πάνω από χίλια πλοία. 2. αναρίθμητοι, αμέτρητοι: Χίλιες φορές να του το πεις, δε θα το καταλάβει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακόσιοι — ιες, ια (AM διακόσιοι, ιαι, ια Α και ιων. τ. διηκόσιοι) αυτοί που συναποτελούν δύο εκατοντάδες αρχ. φρ. «διακοσίαν ίππου» ιππικό αποτελούμενο από διακόσιους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διᾱ (διη στον ιων. τ. διη κόσιοι) που τέθηκε… … Dictionary of Greek
AMPHIMACHUS — Amphiarai et Eriphyles fil. quem Homerus cum aliis Graecorum ducibus Troiam venisse scribit. Ita Dictionarii Poetici primus compilator. Ego vero apud Poetam in Catalogo duos Amphimachos invenio, neutrum tamen, quod sciam, Amphiarai et Eriphyles… … Hofmann J. Lexicon universale
μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… … Dictionary of Greek
βαρύς, -ιά, -ύ — πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει μεγάλο βάρος και δύσκολα μετατοπίζεται, ο δυσκίνητος: Σήκωσε μια βαριά βαλίτσα. 2. σοβαρός, οξύς: Υποφέρει από βαριά αρρώστια. 3. ογκώδης, άκομψος: Δε μου αρέσει η βαριά διακόσμηση. 4. πυκνός: Βαρύς καφές. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εννιακόσ(ι)οι, -(ι)ες, -(ι)α — και εννεακόσιοι, ιες, ια που αποτελούν ποσότητα εννιά εκατοντάδων, οι εννιά φορές εκατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλασσής, -ιά, -ί — γεν. ιού ή ή, ιάς, ιού, πληθ. ιοί, ιές, ιά, γαλάζιος: Θαλασσί χρώμα. – Θαλασσιά γραβάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)