Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θύρετρα

См. также в других словарях:

  • θύρετρα — door neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύρετρ' — θύρετρα , θύρετρα door neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρέτροις — θύρετρα door neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρέτρων — θύρετρα door neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύρετρον — θύρετρον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τά θύρετρα 1. η θύρα 2. το πλαίσιο τής θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κατάλ. τρον (η οποία συνήθως σχηματίζει μεταρρηματικά παρ.) ίσως κατ επίδρασιν τού ημέλεθρον] …   Dictionary of Greek

  • πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… …   Dictionary of Greek

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»