Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θυμοδακής

См. также в других словарях:

  • θυμοδακής — θυμοδακής, ές (Α) αυτός που δαγκώνει την καρδιά, αυτός που προξενεί λύπη στην καρδιά («θυμοδακὴς γὰρ μῡθος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + δακής (< δάκος «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. σηψι δακής, ωμο δακής] …   Dictionary of Greek

  • θυμοδακής — θῡμοδακής , θυμοδακής biting the heart masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμοδακῆ — θῡμοδακῆ , θυμοδακής biting the heart neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θῡμοδακῆ , θυμοδακής biting the heart masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θῡμοδακῆ , θυμοδακής biting the heart masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμοδακεῖς — θῡμοδακεῖς , θυμοδακής biting the heart masc/fem acc pl θῡμοδακεῖς , θυμοδακής biting the heart masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμοδακές — θῡμοδακές , θυμοδακής biting the heart masc/fem voc sg θῡμοδακές , θυμοδακής biting the heart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει …   Dictionary of Greek

  • θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • θυμοδακοῦς — θῡμοδακοῦς , θυμοδακής biting the heart masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»