-
1 θυμοδακης
-
2 θυμοδακής
θῡμοδακής, θυμοδακήςbiting the heart: masc /fem nom sg -
3 θυμοδακής
θῡμο-δᾰκής, ές,A biting the heart,θ. γὰρ μῦθος Od.8.185
;ζάλου κέντρον AP9.77
(Antip. Thess.): in late Prose,μῦθοι Aret.CA1.1
, cf. Jul.Or.2. 96a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοδακής
-
4 θῦμοδακής
θῦμο-δακής, ές ( δάκνω): heart-stinging, cutting, Od. 8.185†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θῦμοδακής
-
5 θῡμοδακής
θῡμο-δακής, ές, herzbeißend, -kränkend -
6 θυμοδακή
θῡμοδακῆ, θυμοδακήςbiting the heart: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)θῡμοδακῆ, θυμοδακήςbiting the heart: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)θῡμοδακῆ, θυμοδακήςbiting the heart: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
7 θυμοδακῆ
θῡμοδακῆ, θυμοδακήςbiting the heart: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)θῡμοδακῆ, θυμοδακήςbiting the heart: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)θῡμοδακῆ, θυμοδακήςbiting the heart: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
8 θυμοδακείς
θῡμοδακεῖς, θυμοδακήςbiting the heart: masc /fem acc plθῡμοδακεῖς, θυμοδακήςbiting the heart: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
9 θυμοδακεῖς
θῡμοδακεῖς, θυμοδακήςbiting the heart: masc /fem acc plθῡμοδακεῖς, θυμοδακήςbiting the heart: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
10 θυμοδακές
θῡμοδακές, θυμοδακήςbiting the heart: masc /fem voc sgθῡμοδακές, θυμοδακήςbiting the heart: neut nom /voc /acc sg -
11 δάκνω
δάκνω, beißen, fut. δήξομαι, aor. ἔδακον, perf. δέδηχα, z. B. Babr. 77, 1; δέδακε Strat. 14 (XII, 15); δέδηγμαι. – Homer dreimal, im aorist. 2. activ.: Iliad. 18, 585 von Hunden, οἱ δ' ἥτοι δακέειν μὲν ἀπετρωπῶντο λεόντων; Iliad. 17, 572, von einer μυῖα, ἥ τε καὶ ἐργομένη μάλα περ χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν, λαρόν τέ οἱ αἷμ' ἀνϑρώπου, = stechen; Iliad. 5, 493, übertr., ἃς φάτο Σαρπηδών, δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι. μῠϑος. Mit Unrecht hat man Gewicht darauf gelegt, daß alle drei Stellen der Ilias angehören, keine der Odyssee; Odyss. 8, 185 ϑυμοδακὴς γὰρ μῠϑος, ἐπώτρυνας δέ με εἰπών; also reiner Zufall, daß δάκνω selber in der Odyssee nicht erscheint. – Folgende; Tragg. u. in Prosa; στόμιον, in den Zügel beißen, Aesch. Prom. 1008; Plat Gorg. 516 a u. öfter; vom Rauche ἔδακε τὰ βλέφαρα Ar. Pl. 822; vgl. Lys. 298; oft übertr., ἄλγος δάκνει Soph. Phil. 1342; ὄνειδος Tr. 253; von der Liebe, Eur. Hipp. 696, reizen, wie Plat. Rep. V, 474 d; πληγεὶς καὶ δηχϑεὶς ὑπὸ τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ λόγων Conv. 218 a; δάκνω ἐμαυτόν Ar. Ran. 43; δάκνειν τὴν καρδίαν Vesp. 374, seinen Grimm verbeißen; vgl. Nubb. 1358; οὐ δάκνει σε τοῠτο, das kümmert dich nicht, Vesp. 253. Im pass. gereizt, erbittert sein, von Aerger u. Gram, δέδηγμαι τὴν καρδίαν Ar. Ach. 1; δάκνεσϑαι ὑπὸ τῆς δαπάνης Nubb. 12; ἐπί τινι Xen. Cyr. 4, 3, 3; Plut. Alc. 9; ἀκούσας ταῠτα ἐδήχϑη Xen. Cyr. 1, 4, 13; vom Weine gesagt im Ggstz von ἱλαροὺς ποιεῖν Alex. Ath. II, 36 f; ὁ λιμὸς τοῠτον δακών Men. ib. XII, 552 e.
-
12 θυμοδακούς
-
13 θυμοδακοῦς
-
14 δάκνω
Grammatical information: v.Meaning: `bite', also `sting' (of insects), `wound' (Il.)Other forms: Aor. δακεῖν (Il.), δῆξαι (Luc.); fut. δάξομαι (Hp.), δήξομαι (E.); perf. δέδηγμαι (Ar.), δεδαγμένος (Pi.), δέδηχα (Babr.), δέδακα (AP); aor. pass. δηχθῆναι (S.), δακῆναι (Aret.); vb. adj. ἄ-δηκτος (Hes., Hp.)Derivatives: δάκος n. `bite, stitch', often `biting animal' (Pi.) = δακετόν (Ar., cf. ἑρπετόν), δαγμός `bite, stitch' (Ruf.), δάγμα `id.' (Nic.), δάκια τὰ ἄγρια ὀρνιθάρια H.; - δάξ = ὀδάξ (Opp.) with δαξ-ασμός (Ti. Lokr.; after μαρασμός etc., s. Chantr. Form. 141f.). δῆγμα `bite, stitch' (A.), δηγμός `id.' (Hp.), δῆξις `id.' (Hp.); δήκτης `biter, biting' (E.) with δηκτήριος `id.' (E.) and δηκτικός (Arist.); δήξ, δηκός `worm in wood' (Tz.) after σφήξ. δακνώδης `biting, stinging' (Hp.), δακνηρός `id.' (Phld. cf. ὀδυνηρός), δακνίς ὀρνέου εἶδος H., δακνᾶς `biter' (Phryn.). - Express. δακνάζω (A.), δαγκάνω (Hdn.).Origin: IE [Indo-European] [201] *denḱ- `bite'Etymology: The aorist δακεῖν agrees with Skt. present dáśati `bites'; perf. dadáṃśa (= Gr. *δέδογκα) and nouns like dáṃśa- `bite' show a root denḱ-. So δηκ- in δήξομαι etc.is a secondary grade to δακεῖν after λήψομαι: λαβεῖν. - Germanic has nouns, like OHG zangar `biting, sharp', ONo. tǫng `tongs'; here also Alb. danë `tongs'?Page in Frisk: 1,343-344Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάκνω
См. также в других словарях:
θυμοδακής — θυμοδακής, ές (Α) αυτός που δαγκώνει την καρδιά, αυτός που προξενεί λύπη στην καρδιά («θυμοδακὴς γὰρ μῡθος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + δακής (< δάκος «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. σηψι δακής, ωμο δακής] … Dictionary of Greek
θυμοδακής — θῡμοδακής , θυμοδακής biting the heart masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοδακῆ — θῡμοδακῆ , θυμοδακής biting the heart neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θῡμοδακῆ , θυμοδακής biting the heart masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θῡμοδακῆ , θυμοδακής biting the heart masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοδακεῖς — θῡμοδακεῖς , θυμοδακής biting the heart masc/fem acc pl θῡμοδακεῖς , θυμοδακής biting the heart masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοδακές — θῡμοδακές , θυμοδακής biting the heart masc/fem voc sg θῡμοδακές , θυμοδακής biting the heart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει … Dictionary of Greek
θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θυμοδακοῦς — θῡμοδακοῦς , θυμοδακής biting the heart masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)