-
1 μαρασμος
-
2 μαρασμός
-
3 μαρασμός
μαρασμόςwithering: masc nom sg -
4 μαρασμός
μαρασμός, ὁ, das Schwachwerden, bes. das Abnehmen der Lebenskraft im hohen Greisenalter od. durch abzehrende Krankheit -
5 μαρασμός
ο1) увядание, одряхление; 2) слабость, упадок сил; немощность; 3) перен. упадок;μαρασμός του εμπορίου — упадок торговли;
4) мед. маразм -
6 μαρασμός
[маразмос] ουσ α истощение, вялость, (штр.) маразм. -
7 μαρασμός
μᾰρασμ-ός, ὁ,A = μάρανσις, Gal.7.666; withering,τῆς ἀνθήσεως Dsc. 2.166
, cf. 3.86.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρασμός
-
8 μαρασμός
declineΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαρασμός
-
9 μαρασμοί
μαρασμόςwithering: masc nom /voc pl -
10 μαρασμούς
μαρασμόςwithering: masc acc pl -
11 μαρασμόν
μαρασμόςwithering: masc acc sg -
12 μάρανσις
-
13 μαράζωμα
τό1) см. μαρασμός; 2) томление, тоска; изнывание; 3) большое горе, большая печаль, грусть -
14 μάραμα
το см. μαρασμός -
15 μαρασμοίς
-
16 μαρασμοῖς
-
17 μαρασμού
-
18 μαρασμοῦ
-
19 μαρασμώ
-
20 μαρασμῷ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαρασμός — withering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμός — Βαριά μορφή υποσιτισμού. Παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις λιμού. * * * ο (AM μαρασμός, Μ και μαραμός) [μαραίνω] 1. βαθμιαία εξασθένηση τών σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων από γηρατειά 2. (σχετικά με φυτό) η απώλεια τής θαλερότητας … Dictionary of Greek
μαρασμός — ο 1. η εξασθένηση των σωματικών δυνάμεων. 2. μτφ., η κατάπτωση, η παρακμή: Ο μαρασμός της επαρχίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρασμοῖς — μαρασμός withering masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμοί — μαρασμός withering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμοῦ — μαρασμός withering masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμούς — μαρασμός withering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμῶν — μαρασμός withering masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμῷ — μαρασμός withering masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμόν — μαρασμός withering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Marasmus — Not to be confused with Marasmius. Marasmus Classification and external resources Child suffering with Marasmus in India ICD 10 E … Wikipedia