-
1 δακνηρός
δακνηρός, beißend, kränkend, Hermes Stob. ecl. 1, p. 964.
-
2 δακνηρός
δακνηρός, beißend, kränkend -
3 δακνηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακνηρός
-
4 δακνηρά
δακνηρόςbiting: neut nom /voc /acc plδακνηρά̱, δακνηρόςbiting: fem nom /voc /acc dualδακνηρά̱, δακνηρόςbiting: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
5 δακνηρόν
δακνηρόςbiting: masc acc sgδακνηρόςbiting: neut nom /voc /acc sg -
6 δακνηραί
δακνηρόςbiting: fem nom /voc pl -
7 δακνηρούς
δακνηρόςbiting: masc acc pl -
8 δακνηραίς
-
9 δακνηραῖς
-
10 δακνηροίς
-
11 δακνηροῖς
-
12 δακνηρώ
-
13 δακνηρῷ
-
14 δάκνω
Grammatical information: v.Meaning: `bite', also `sting' (of insects), `wound' (Il.)Other forms: Aor. δακεῖν (Il.), δῆξαι (Luc.); fut. δάξομαι (Hp.), δήξομαι (E.); perf. δέδηγμαι (Ar.), δεδαγμένος (Pi.), δέδηχα (Babr.), δέδακα (AP); aor. pass. δηχθῆναι (S.), δακῆναι (Aret.); vb. adj. ἄ-δηκτος (Hes., Hp.)Derivatives: δάκος n. `bite, stitch', often `biting animal' (Pi.) = δακετόν (Ar., cf. ἑρπετόν), δαγμός `bite, stitch' (Ruf.), δάγμα `id.' (Nic.), δάκια τὰ ἄγρια ὀρνιθάρια H.; - δάξ = ὀδάξ (Opp.) with δαξ-ασμός (Ti. Lokr.; after μαρασμός etc., s. Chantr. Form. 141f.). δῆγμα `bite, stitch' (A.), δηγμός `id.' (Hp.), δῆξις `id.' (Hp.); δήκτης `biter, biting' (E.) with δηκτήριος `id.' (E.) and δηκτικός (Arist.); δήξ, δηκός `worm in wood' (Tz.) after σφήξ. δακνώδης `biting, stinging' (Hp.), δακνηρός `id.' (Phld. cf. ὀδυνηρός), δακνίς ὀρνέου εἶδος H., δακνᾶς `biter' (Phryn.). - Express. δακνάζω (A.), δαγκάνω (Hdn.).Origin: IE [Indo-European] [201] *denḱ- `bite'Etymology: The aorist δακεῖν agrees with Skt. present dáśati `bites'; perf. dadáṃśa (= Gr. *δέδογκα) and nouns like dáṃśa- `bite' show a root denḱ-. So δηκ- in δήξομαι etc.is a secondary grade to δακεῖν after λήψομαι: λαβεῖν. - Germanic has nouns, like OHG zangar `biting, sharp', ONo. tǫng `tongs'; here also Alb. danë `tongs'?Page in Frisk: 1,343-344Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάκνω
См. также в других словарях:
δακνηρός — δακνηρός, ά, όν (Α) 1. ο δηκτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δακνηρόν η δηκτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκνω (πρβλ. οδυνηρός). Το επίθετο χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία και προσδιορίζει ό,τι προκαλεί ψυχικό πόνο, οδύνη] … Dictionary of Greek
δακνηρά — δακνηρός biting neut nom/voc/acc pl δακνηρά̱ , δακνηρός biting fem nom/voc/acc dual δακνηρά̱ , δακνηρός biting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακνηρόν — δακνηρός biting masc acc sg δακνηρός biting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακνηραῖς — δακνηρός biting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακνηραί — δακνηρός biting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακνηροῖς — δακνηρός biting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακνηρούς — δακνηρός biting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακνηρῷ — δακνηρός biting masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek