Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δαγμός

См. также в других словарях:

  • δαγμός — δαγμός, ο (Μ) το δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν (απαρέμφ. αορ. τού δάκνω)] …   Dictionary of Greek

  • δαγμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαγμοῦ — δαγμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαγμούς — δαγμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμί — (Μ δαμίν) επίρρ. λίγο, λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαγμίον, υποκοριστικό τού δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός ζωμίον, κορμός κορμίον, ψωμός ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»