Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θηρητῆρος

См. также в других словарях:

  • θηρητῆρος — θηρατήρ masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MELANAEETUS — Graece Μελαναίετος, I. e. nigra aquila, utut aquilarum minima, robustissima tamen est, hinc Valeria dicta Romanis. Eius meminit iam Homerus Il. φ. v. 252 ubi de Achille. Α᾿ιετοῦ ὀίματ᾿ ἔχων μέλανος, του θηρητῆρος, Ο῞ς θ᾿ ἅμα κάρτιςτός τε καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μελάνοστος — μελάνοστος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα οστά («αἰετοῡ μελανόστου θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὀστέον] …   Dictionary of Greek

  • οίμα — οἶμα, οἴματος, τὸ (Α) βίαιη εφόρμηση, έφοδος («αἰετοῡ οἴματ ἔχων μέλανος τοῡ θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλα με το ουσ. οἶμα μαρτυρείται στον Ομηρο ο αόρ. οἰμῆσαι, που προϋποθέτει την ύπαρξη ρήματος οἰμάω. Η ανώμαλη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»