Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θηρητῆρ'

См. также в других словарях:

  • θηρητήρ — θηρητήρ, ὁ και θηλ. θηρήτειρα (Α) ιων. τ., βλ. θηρατήρ* …   Dictionary of Greek

  • θηρητῆρ' — θηρητῆρα , θηρατήρ masc acc sg (epic ionic) θηρητῆρι , θηρατήρ masc dat sg (epic ionic) θηρητῆρε , θηρατήρ masc nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρητήρ — θηρατήρ masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατήρ — και ιων. τ. θηρητήρ, ὁ (Α) [θηρώ] ποιητ. τ. τού θηρατής* …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοθηρητήρ — ἰχθυοθηρητήρ, ὁ (A) ιχθυοθήρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + θηρητήρ «κυνηγός»] …   Dictionary of Greek

  • σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …   Dictionary of Greek

  • τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»