-
1 θεάται
θεάομαιgaze at: pres subj mp 3rd sgθεάομαιgaze at: pres ind mp 3rd sgθεάωgaze at: pres subj mp 3rd sgθεάωgaze at: pres ind mp 3rd sg -
2 θεᾶται
θεάομαιgaze at: pres subj mp 3rd sgθεάομαιgaze at: pres ind mp 3rd sgθεάωgaze at: pres subj mp 3rd sgθεάωgaze at: pres ind mp 3rd sg -
3 θεαταί
θεᾱταί, θεατήςone who sees: masc nom /voc pl (ionic)θεᾱταί, θεατόςto be seen: fem nom /voc pl -
4 θέατρον
A place for seeing, esp.for dramatic representation, theatre, Hdt.6.67, IG22.1176, al.; as a place of assembly, Th.8.93, Lys.13.32, SIG976.4 (Samos, ii B.C.), Posidon.36 J., Act.Ap.19.20, etc.; θ. κυνηγετικόν, of the Roman amphitheatre, D.C. 43.22; εἰς τὸ θ. εἰσφέρειν to bring upon the stage, Isoc.12.122; τὸ καλὸν τοῦ θ. a good place in the theatre, Ael.VH2.13, cf. Alciphr.3.20.2 collective for οἱ θεαταί, the spectators, 'the house', Hdt.6.21, Ar.Eq. 233, al., Pl.Smp. 194b, Com.Adesp.3D.: metaph.,ἐκάθηντο θέατρον αὐτῷ Lib.Ep.722.4
.4 metaph., of life,τουτὶ τὸ θ. ὑπεκρίθημεν Porph.Marc.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θέατρον
-
5 κομψός
A nice, refined, gentlemanly, ἐσμὲν ἅπαντα κομψοὶ ἄνδρες we are perfect gentlemen, Eup.159, cf. Ar.V. 1317;κ. ἐν συνουσίᾳ Id.Nu. 649
; τὸ θῆλυ τοὺς πόδας ἔχει κομψοτέρους more delicate, finer, Arist.Phgn. 809b9.2 smart, clever, ingenious, of persons or their words and acts,ὁ πρῶτος εὑρὼν κ. ἦν τραγήματα Alex.185
;κ. θεαταί Cratin.169
, cf. 307;Θηραμένης ὁ κ. Ar.Ra. 967
;Σικελὸς κ. ἀνήρ Timocr.6
, cf. Pl.Grg. 493a; κ. περί τι clever about.., Id.R. 495d ([comp] Sup.), Cra. 405d; of a dog's instinct,κ. τὸ πάθος αὐτοῦ τῆς φύσεως Id.R. 376a
; μὰ γῆν.., μὴ 'γὼ νόημα κομψότερον ἤκουσά πω a more ingenious device.., Ar.Av. 195; τὸ πρᾶγμα κ. [ἐστι] Id.Th.93, cf. 460 (lyr., [comp] Comp.), Dionys.Com.3.1; esp. in a sneering sense, over-ingenious, ; τρίβων γὰρ εἶ τὰ κομψά versed in subtleties, Id.Rh. 625;μή μοι τὰ κομψὰ ποικίλοι γενοίατο, ἀλλ' ὧν πόλει δεῖ Id.Fr.16
; τὸ κ. refinement, subtlety, Arist.Pol. 1265a12;τῶν ἰατρῶν ὅσοι κ. ἢ περίεργοι Id.Resp. 480b27
;κ. σοφίσματα E.Fr. 188.5
; τοῦτ' ἔχει -ότατον this is the subtlest part of it, Pl.Tht. 171a; κομψότερος.. ὁ λόγος ἢ κατ' ἐμέ too subtle for me, Id.Cra. 429d:—but in Pl. and Arist., usu. clever, esp. skilful in technique, with at most a slight irony (κομψοὺς Πλάτων οὐ τοὺς πανούργους, ἀλλὰ τοὺς βελτίστους Moer.p.206 P.).3 more generally, nice, good, pleasant,πάντων δὲ κομψότατον τὸ τῆς πόας Pl.Phdr. 230c
; τὰ κ. ταῦτα χλανίσκια that nice suit of yours, Aeschin.1.131.II Adv. - ψῶς cleverly, Ar.Ach. 1016 (lyr.), Pl.Cra. 399a, etc.: [comp] Comp. - οτέρως Isoc. 15.195; κ. ἔχειν to be well, 'nicely' in health, PPar.18.3 (ii B.C.), cf. PLond. ined. 2126 (ii/iii A.D.), etc.; κομψότερον σχεῖν to get better in health, Ev.Jo.4.52, cf. Arr.Epict.3.10.13, POxy.935.5 (iii A.D.): [comp] Sup. - ότατα nicely, Ar.Lys.89; λέγεσθαι κομψότατα most cleverly, Pl.Tht. 202d.— Chiefly found in [dialect] Att. Com. and Prose; Trag. only in E. (Orig. sense uncertain; = στρεβλός, Erot. (citing Euripides); = στρογγύλος, Hsch.) -
6 νήφω
νήφω, [dialect] Dor. [full] νάφω (v. infr. II), used by early writers only in [tense] pres., mostly in part.: later [tense] impf.Aἔνηφον Chor.
in Rev.Phil.1877.67: [tense] aor. ἔνηψα IEp.Pet.4.7, Orac. ap. Ael.Fr. 103, J.AJ11.3.3, Procl. in Prm. p.741 S., ([etym.] ἐξ-) Aret.SD1.5, ([etym.] ἀν-) Nic.Dam.4 J.:—to be sober, drink no wine,οὔτε τι γὰρ ν. οὔτε λίην μεθύω Thgn.478
;νήφειν Archil.4
, Pl. Smp. 213e, al.: part. νήφων as Adj., = νηφάλιος, Hdt.1.133, Ar.Lys. 1228;ὑμῖν ἀντέκυρσα.. νήφων ἀοίνοις S.OC 100
;ὑπ' ἐχθροῦ νήφοντος ὑβριζόμην D.21.74
; τὸ τοὺς μεθύοντας... πλείω ζημίαν ἀποτίνειν τῶν ν. Lex Pittaciap. Arist.Pol. 1274b20;μεθύοντα.. παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν Pl.Smp. 214c
; ν. θεός, i.e. water, Id.Lg. 773d: prov.,τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Plu.2.503f
;[Ἀναξαγόρας] οἷον ν. ἑφάνη παρ' εἰκῇ λέγοντας Arist. Metaph. 984b17
;νήφων μεθύοντα ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης θεᾶται X.Smp.8.21
;τὸ νῆφον ὑπὸ τοῦ πάθους βυθίζεται Alciphr.1.13
.II metaph., to be self-controlled, Pl.Lg. 918d; to be sober and wary,νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν Epich.[250]
;γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν 1 Ep.Thess.5.6
; νήψατε εἰς προσευχάς 1 Ep.Pet.l.c.;νήφων καὶ πεφροντικώς Plu. 2.800b
;ν. καὶ φροντιστής Gal.17(1).991
;προμηθής τε καὶ ν. Hdn.2.15.1
; καρδίῃ νήφοντος Poet. ap. Longin.34.4;ν. λογισμός Epicur.Ep. 3p.64U.
2 ν. ἐκ κακοῦ recover oneself from.., Ach.Tat.1.13; ἐγερθέντων καὶ νηψάντων ἀπὸ τῆς πτώσεως Procl.l.c. -
7 ψαμμακόσιοι
A sand-hundred, Com. word formed from ψάμμος after the analogy of διακόσιοι, τριακόσιοι, etc., to denote a countless multitude,ψ. θεαταί Eup.286
( ψαμμοκ- v. l. ap.Suid.), cf. Ath. 15.671a; also ὀνόματα ψ. grandiloquent terms, Id.6.230d.—So the exaggerated form [full] ψαμμᾰκοσιογάργᾰροι, αι, α, Ar.Ach.3 (v.l. ψαμμοκ-): cf. γάργαρα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαμμακόσιοι
-
8 ἀποκάθημαι
A sit apart, ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται ([dialect] Ion. for - κάθηνται) Hdt.4.66;ἐν τῷ τεύχει Arist.HA 625a26
;ἐν τῷ γυμνασίῳ SIG 739.7
(Delph., i B.C.); ἀποκαθημένη, = αἱμορροοῦσα, LXXLe.20.18, al., cf. Ph.1.578;θεαταὶ ἀ. τῶν κινδύνων J.BJ4.6.2
.II sit idle, Ael. VH6.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκάθημαι
-
9 ἐπήκοος
A listening, giving ear to, c.gen.,ἐμῶν ἔργων A.Ag. 1420
; κακῶν, δίκης, Id.Ch. 980, Eu. 732;ἐ. καὶ θεαταὶ δικῶν Pl.Lg. 767d
; : less freq. c. dat., ;ἐ. εἶναι γονεῦσι πρὸς τέκνα θεούς Id.Lg. 931c
;ὧν ηὔχοντο τὰ μέγιστα αὐτοῖς οἱ θεοὶ ἐ. γεγόνασι Id.Mx. 247d
;γυναιξίν AP9.303
([place name] Adaeus): abs., listening to prayer, of gods, Pi.O.14.14 codd., Ar.Th. 1157 (lyr.), BGU1216.50 (ii B.C.);Ἀσκληπιῷ ἐ. θεῷ IG12(8).366
([place name] Thasos); epith. of Artemis, IG14.963, 12(9).1262 ([place name] Attica), etc.II within hearing, within ear-shot, εἰς ἐπήκοον στῆσαί τινα, καλέσασθαι, X.An.2.5.38, 3.3.1; ἐν ἐπηκόῳ εἶναι, στῆναι, J.BJ5.9.3,3.10.2;ἐξ ἐπηκόου Luc.Cont.20
;ἐς τὸ ἐπηκοώτατον τοῦ οὐρανοῦ Id.Icar.23
;ἀναγνῶναι ἐς ἐ. ἅπασι Id.Symp. 21
III [voice] Pass., heard, listened to, ;ἐ. αἱ τοῦ θεοφιλοῦς εὐχαί Ph.1.296
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπήκοος
-
10 θέατρον
θέατρον, ου, τό (s. prec. two entries; Thu. et al.; ins, pap, Philo, Joseph.; Just., D. 122, 4; Tat. 8, 1; loanw. in rabb.) ‘a place for seeing’, esp. dramatic productions (Hdt. 6, 67, 3); then① a place for public assemblies, theater (Diod S 16, 84, 3 δῆμος ἅπας συνέδραμεν εἰς τὸ θέατρον; Chariton 8, 7, 1; Polyaenus 8, 21; IBM III, 481, 395 φερέτωσαν κατὰ πᾶσαν ἐκκλησίαν εἰς τὸ θέατρον [Ephesus]. Ins fr. the theater at Ephesus [103/4 A.D.] in Dssm., LO 90f [LAE 114]=OGI 480, 9. S. also SIG index; Jos., Bell. 7, 47; 107, Ant. 17, 161) Ac 19:29, 31; AcPl Ha 1, 24.② what one sees at a theater, a play, spectacle (Ps.-Pla., Axioch. 371c; Achilles Tat. 1, 16, 3) fig. θ. ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ we have become a spectacle for the world 1 Cor 4:9 (Synes., Prov. 1, 10 p. 100c θεαταὶ δὲ ἄνωθεν οἱ θεοὶ τῶν καλῶν τούτων ἀγώνων; Sallust, Jugurtha 14, 23; Pliny the Younger, Panegyricus 33, 3; s. HConzelmann, 1 Cor [Hermeneia] ad loc.).—DELG s.v. θέα. M-M. TW. -
11 ἀκροατής
ἀκροατής, οῦ, ὁ (Thu. et al.; PLond I, 46, 177 [IV A.D.] p. 70; Is 3:3; Sir 3:29; EpArist 266; Just.; Tat. 22, 3; Ath. 2, 2) a hearer Dg 2:1. ἀ. λόγου (cp. Philo, Congr. Erud. Grat. 70) Js 1:23; pl. (Diod S 4, 7, 4) vs. 22 (Thu., 3, 38, 4 a similar reproach directed against the θεαταὶ μὲν τῶν λόγων, ἀκροαταὶ δὲ τῶν ἔργων). ἀ. νόμου Ro 2:13 (cp. Jos., Ant. 5, 107; 132 νόμων ἀκροαταί). ἀ. ἐπιλησμονῆς a forgetful hearer Js 1:25. γενοῦ ἀ. listen! Hv 1, 3, 3. ἀκροατὴν καὶ αὐτόπτην hearer and eye-witness Papias (2:2)—DELG s.v. ἀκροάομαι. M-M.
См. также в других словарях:
θεαταί — θεᾱταί , θεατής one who sees masc nom/voc pl (ionic) θεᾱταί , θεατός to be seen fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεᾶται — θεάομαι gaze at pres subj mp 3rd sg θεάομαι gaze at pres ind mp 3rd sg θεάω gaze at pres subj mp 3rd sg θεάω gaze at pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SABBATICUS Amnis — de quo sic Iosephus Bell. Iud. l. 7. c. 23. Τῖτος δὲ Καῖςαρ, κρόνον μέν τινα διέτριψεν εν Βηρυτῷ, καθὰ προειρήκαμεν. Θεᾶται δὲ κατὰ την` πορείαν ποταμοῦ φύ???ιν ἄξιον ἱςτορηθην̑αι. Ρ῾εῖ μὲν γὰρ μέσος Α᾿ρκαίας τῆς Α᾿γρίππα βα???ιλείας καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
αθεαμοσύνη — ἀθεαμοσύνη, η (Α) το να μη θεάται, να μη βλέπει κανείς κάτι … Dictionary of Greek
θέα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek
θεατής — Τίτλος διαφόρων εντύπων. Τα πιο αξιόλογα είναι μία αθηναϊκή εφημερίδα (1868), μία εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης (1868), μία εβδομαδιαία εφημερίδα της Ζακύνθου (1891) και τρία αθηναϊκά περιοδικά (1836, 1925 41, 1958 61). * * * ο (Α θεατὴς, ιων.… … Dictionary of Greek
συνθύτης — και βοιωτ. τ. συνθύτας και σουνθύτας, ὁ, Α [συνθύω] 1. αυτός που μετέχει σε κοινή θυσία 2. θεωρός* («θεωροὶ οἱ τὰς θυσίας ἀπάγοντες εἰς τὰ κοινὰ ἱερὰ καὶ τὰ μαντεῑα Ἀττικοί, θεαταὶ ἤ συνθύται Ἕλληνες», Μοιρ.) 3. ιερέας και συλλειτουργός («οἱ… … Dictionary of Greek
συσπλαγχνεύω — Α γεύομαι μαζί με άλλους τα σπλάγχνα τού θύματος μετά την τέλεση θυσίας («ἄγε δή, θεαταί, δεῡρο συσπλαγχνεύετε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπλαγχνεύω «τρώω τα σπλάγχνα τού θυσιαζόμενου ζώου»] … Dictionary of Greek
φιλοθέωρος — ον, Α 1. φιλοθεάμων 2. αυτός που τού αρέσει να βλέπει κάτι («φιλοθεώρους τῶν καλῶν ἔργων καὶ μεγάλων», Διον. Αλ.) 3. αυτός που τού αρέσει να θεάται, να παρατηρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θεωρός «θεατής, παρατηρητής» (πρβλ. ἀρχι θέωρος)] … Dictionary of Greek
ώζω — Α [ὤ] (ποιητ. τ.) 1. κράζω, φωνάζω 2. θαυμάζω («ὤζωσιν οἱ θεαταί», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… … Dictionary of Greek