-
1 επάκοος
-
2 ἐπάκοος
-
3 ἐπάκοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπάκοος
-
4 ἐπήκοος
A listening, giving ear to, c.gen.,ἐμῶν ἔργων A.Ag. 1420
; κακῶν, δίκης, Id.Ch. 980, Eu. 732;ἐ. καὶ θεαταὶ δικῶν Pl.Lg. 767d
; : less freq. c. dat., ;ἐ. εἶναι γονεῦσι πρὸς τέκνα θεούς Id.Lg. 931c
;ὧν ηὔχοντο τὰ μέγιστα αὐτοῖς οἱ θεοὶ ἐ. γεγόνασι Id.Mx. 247d
;γυναιξίν AP9.303
([place name] Adaeus): abs., listening to prayer, of gods, Pi.O.14.14 codd., Ar.Th. 1157 (lyr.), BGU1216.50 (ii B.C.);Ἀσκληπιῷ ἐ. θεῷ IG12(8).366
([place name] Thasos); epith. of Artemis, IG14.963, 12(9).1262 ([place name] Attica), etc.II within hearing, within ear-shot, εἰς ἐπήκοον στῆσαί τινα, καλέσασθαι, X.An.2.5.38, 3.3.1; ἐν ἐπηκόῳ εἶναι, στῆναι, J.BJ5.9.3,3.10.2;ἐξ ἐπηκόου Luc.Cont.20
;ἐς τὸ ἐπηκοώτατον τοῦ οὐρανοῦ Id.Icar.23
;ἀναγνῶναι ἐς ἐ. ἅπασι Id.Symp. 21
III [voice] Pass., heard, listened to, ;ἐ. αἱ τοῦ θεοφιλοῦς εὐχαί Ph.1.296
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπήκοος
См. также в других словарях:
επάκοος — ἐπάκοος, ον (Α) δωρ. τ. αντί ἐπήκοος* («ἐπάκοος γένευ» γίνου επήκοος, επάκουσε τις προσευχές μας, Πίνδ.) … Dictionary of Greek
ἐπάκοος — ἐπά̱κοος , ἐπήκοος listening masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επήκοος — ον (AM ἐπήκοος, ον Α και δωρ. τ. έπάκοος, ον) φρ. «εἰς ἐπήκοον» σε τέτοια απόσταση ή θέση που να ακούν όλοι («ἔστησαν εἰς ἐπήκοον», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ακούει με προσοχή («τῶνδ ἐπήκοοι κακῶν», Αισχύλ.) 2. (για θεούς) αυτός που εισακούει τις… … Dictionary of Greek