Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θέλκτρον

См. также в других словарях:

  • θέλκτρον — θέλκτρον, το (Α) [θέλγω] θελκτήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω + κατάλ. τρον, πρβλ. μάκ τρον, πλήκ τρον. (Βλ. και λ. θέλγητρο)] …   Dictionary of Greek

  • θέλκτρον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλκτροισι — θέλκτρον neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …   Dictionary of Greek

  • θελκτύς — θελκτύς, ύος, ή (Α) [θέλγω] (δ. αν. τού θέλκτρον) γοητεία, τέρψη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»