-
1 Charm
v. trans.Delight: P. and V. τέρπειν, εὐφραίνειν.Bewitch: P. and V. κηλεῖν (Plat.), θέλγειν (Plat. but rare P.), Ar. and P. φαρμάσσειν, P. κατεπᾴδειν, γοητεύειν, κατακηλεῖν (Plat.).Enchant: met., P. and V. κηλεῖν (Plat.).Charm away: P. and V. ἐξεπᾴδειν.——————subs.Amulet: P. περίαπτον, τό.Love-charm: P. and V. φίλτρον, τό.Enchantment: P. and V. φάρμακον, τό, ἐπῳδή, ἡ, V. φίλτρον, τό (in P. only, love-charm), κήλημα, τό, θέλκτρον, τό, θέλγητρον, τό, θελκτήριος τό, κηλητήριον, τό; μαγεύματα, τά.Charm against: V. ἐπῳδή, ἡ (gen.), or use P. and V., adj., ἐπῳδός (gen.).Use charms, v.: Ar. μαγγανεύειν.Charmed, pleased, adj.: P. and V. ἡδύς.Be charmed, v.: P. and V. ἥδεσθαι.Be charmed to: P. and V. ἥδεσθαι (part.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Charm
-
2 Enchantment
subs.Charm: P. and V. φάρμακον, τό, ἐπῳδή, ἡ, V. φίλτρον, τό (in P. only love-charm), κήλημα, τό, θέλκτρον, τό, θέλγητρον, τό, θελκτήριον, τό, κηλητήριον, τό, μαγεύματα, τά; see Charm.Act of enchanting: P. κήλησις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enchantment
-
3 Fascination
subs.Act of enchanting: P. κήλησις, ἡ (Plat.).Charm, enchantment: P. and V. φάρμακον, τό, ἐπῳδή, ἡ, V. φίλτρον, τό (in P. only love-charm), κήλημα. τό, θέλκτρον, τό, θέλγητρον, τό, θελκτήριον, τό, κηλητήριον, τό, μαγεύματα, τά.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fascination
-
4 Magic
adj.P. μαγευτικός, V. κηλητήριος, θελκτήριος.Deadly: V. λυγρός; see also Monstrous.——————subs.Art of magic: P. ἡ μαγευτική, φαρμακεία, ἡ, V. μαγεύματα, τά.Enchantment, charm: P. and V. φάρμακον, τό, ἐπωδή, ἡ, V. κήλημα, τό, θέλκτρον, τό, θέλγητρον, τό, θελκτήριον. τό, κηλητήριον, τό.Enchantment: P. κήλησις ἡ.Remove by magic: P. and V. ἐξεπᾴδειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Magic
-
5 Spell
subs.P. and V. ἐπῳδή, ἡ, V. κήλημα, τό, θέλκτρον, τό. θέλγητρον, τό, θελκτήριον, τό, κηλητήριον, τό.Magic: P. μαγγανεύματα, τὰ, V. μαγεύματα, τά.Use of potions: P. φαρμακεία, ἡ.Remove by spells, v.: P. and V. ἐξεπᾴδειν.Mutter spells: P. and V. ἐπᾴδειν (Eur., I. A. 1212).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Spell
См. также в других словарях:
θέλκτρον — θέλκτρον, το (Α) [θέλγω] θελκτήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω + κατάλ. τρον, πρβλ. μάκ τρον, πλήκ τρον. (Βλ. και λ. θέλγητρο)] … Dictionary of Greek
θέλκτρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλκτροισι — θέλκτρον neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… … Dictionary of Greek
θελκτύς — θελκτύς, ύος, ή (Α) [θέλγω] (δ. αν. τού θέλκτρον) γοητεία, τέρψη … Dictionary of Greek