Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ηδών

См. также в других словарях:

  • πεμφρηδών — όνος, ἡ, Α είδος σφήγκας η οποία κατασκευάζει τις κυψέλες της μέσα σε κοίλες δρυς ή κάτω από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεμ φρ ηδών (< *περ φρ ηδών, πρβλ. τενθρ ηδών, ανθρ ηδών) με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου ρ σε μ , συνδέεται με διάφορους τύπους… …   Dictionary of Greek

  • λαμπηδόνα — η (AM λαμπηδών, όνος) λάμψη, ακτινοβολία, στιλπνότητα («ἐνέπλησαν αὐγῆς σιδήρου καὶ λαμπηδόνος χαλκοῡ τὸ πεδίον», Πλούτ.) νεοελλ. μυθικό φυτό με θαυματουργές ιδιότητες το οποίο είναι αφανές κατά την ημέρα και φωτεινό κατά τη νύχτα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • σπερηδών — ἡ Α (κατά τον Ησύχ.) «εἴλησις, περιπλοκή». [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + επίθημα ηδών (πρβλ. αλγ ηδών, τερ ηδών). Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί σπειρηδών] …   Dictionary of Greek

  • στιλβηδόνα — η / στιλβηδών, όνος, ΝΜΑ στιλπνότητα, λαμπρότητα, στίλβη μσν. αρχ. ακτινοβολία (α. «στιλβηδόνες ὀφθαλμῶν», Φιλόδ. β. «ἡ τῶν ὅπλων στιλβηδῶν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + εκφρ. επίθημα ηδών (πρβλ. ἀχθ ηδών, λαμπ ηδών)] …   Dictionary of Greek

  • κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… …   Dictionary of Greek

  • κτηδόνα — η (Α κτηδών, όνος) 1. καθεμιά από τις ίνες τού ξύλου 2. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους τής τομής κορμού δένδρου νεοελλ. μεταλλικός οδοντωτός δίσκος που στρέφεται γύρω από άξονα, καθώς και το σύνολο τών οδοντωτών προεξοχών τής περιφέρειάς… …   Dictionary of Greek

  • σειρηδών — όνος, ἡ, Α δ. γρφ. τού σειρήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σειρήν, κατά τα ονόματα τών εντόμων σε ηδών (πρβλ. πεμφρ ηδών)] …   Dictionary of Greek

  • αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • ερπηδών — ἑρπηδών, ἡ (Α) 1. το να έρπει κάποιος, το σύρσιμο 2. μτφ. επίθεση, προσβολή, εισχώρηση («τὴν τῆς ἡδονῆς ἑρπηδόνα», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρπω + ηδών πρβλ. αλ γηδών] …   Dictionary of Greek

  • κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μελεδών — και μεληδών, ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α) 1. μελέτη 2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.) 3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»