-
1 οπαδός
-
2 ὀπαδός
-
3 ὀπαδός
ὀπᾱδός (ὁ. ἡ.)1 attendant Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3. ] ὀπαδὸν ως[ ?fr. 335. 7. met.,ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν N. 3.8
-
4 ὀπαδός
-
5 οπαδός
1) adherent2) aficionado3) devotee4) fan5) supporterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οπαδός
-
6 ὀπάζω
Aὤπαζον Il.8.341
; [dialect] Ep.ὄπ- 16.730
: [dialect] Ep. [tense] fut.ὀπάσσω Od.8.430
,21.214 : [tense] aor.ὤπασα Il.13.416
, Hes.Th. 974, Pi.N.1.16, and Trag. (v. infr.); [dialect] Ep. and Lyr. also ὄπασσα, Od.10.204, Pi.I.7(6).38 :—[voice] Med., [tense] aor. ὠπασάμην, [dialect] Ep. [ per.] 3sg.ὀπάσσατο Il.19.238
; [ per.] 2sg. subj.ὀπάσσεαι 10.238
:—[voice] Pass., only in [tense] pres. (v. fin.):—poet. Verb, perh. causal of ἕπομαι, make to follow, send with one, give as a companion or follower,ἐπεί ῥά οἱ ὤπασα πομπόν Il.13.416
; , cf. Od.9.90 ;ἅμ' ἡγεμόν' ἐσθλὸν ὄπασσον 15.310
; ; πολὺν δέ μοι ὤπασε λαόν, i. e. made me leader over many, Il.9.483, cf. Pi.N.1.16 ;ὦ Ζεῦ, γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος A.Th. 256
:—[voice] Med., bid another follow one, take with one, take as a companion,σὺ δὲ χείρον' ὀπάσσεαι Il.10.238
;Νέστορος υἷας ὀπάσσατο 19.238
;κήρυκά τ' ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον Od.10.59
:—Nic. uses the [voice] Med. in act. sense,σκολόπενδρα.. ὀπάζεται ἀνδράσι κῆρα Th. 813
: Hes. never has it in this sense.II also of things, make or give to be with a person, then simply, give, grant, τούτῳ.. Ζεὺς κῦδος ὀπάζει gives him glory to be with him, Il.8.141, cf. 17.566 ; κτήματα, ἀρετήν, κάλλος, ἀοιδήν, φῆμιν, ὀϊζύν, etc., freq. in Hom., Od.21.214, 13.45, Il.6.156, Od.8.498, 24.201, 23.210, al. ; πολλὰ γὰρ ὤπασε παιδί gave her as a portion, Il.22.51 ; τέλος ἐσθλὸν ὀ. grant a happy end, Hes.Op. 474 ; ὄλβον, ἄγρην, Id.Th. 420, 442 ;εὐδίαν ἐκ χειμῶνος ὀ. Pi.I.7(6).38
, al.;Ὕβρις.. πλοῦτον.. ἀλλότριον ὤπασεν B.14.60
;πῦρ ἐγώ σφιν ὤπασα A.Pr. 254
, cf. 8, 30, Pers. 762, Eu. 530 (lyr.) ; a few times in E., e. g. Med. 517, twice in Ar., Eq. 200 (mock heroic), Th. 973 (lyr.): with pleon. inf., Πατρόκλῳ.. κόμην ὀπάσαιμι φέρεσθαι, like δίδωμι ἔχειν, Il.23.151, cf. Pi.O.9.66 :—[voice] Med., take to yourself..,Nic.
Th.60, cf. 520.2 give besides something else, add,ἔργῳ δ' ἔργον ὄπαζε h.Merc. 120
;χάριν ἅμ' ὄπασσον ἀοιδῇ h.Hom.24.5
;μελέταν ἔργοις ὀ.
devote,Pi.
I.6(5).67 ; ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδι put the work of art on the shield, A.Th. 492.III press hard, chase,Ἕκτωρ ὤπαζε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς Il.8.341
; χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει ib. 103 ; πολὺν καθ' ὅμιλον ὀπάζων (sc. αὐτήν) 5.334, cf. 17.462 ; φόνια δ' ὤπασας λέχε' ἀπὸ γᾶς didst chase them away, E.El. 1192 (lyr.):—[voice] Pass., ποταμὸς.. ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ a torrent forced on by rain, Il.11.493.IV ὀπασθείς· ἐκ τῶν ὀπίσω δεθείς, καὶ ἐξαγκωνισθείς, Hsch. (but cf. ὀσταθείς Id.). (The relation to ἕπομαι, ὀπαδός, ὀπάων is uncertain.) -
7 ὀπηδέω
ὀπηδ-έω, [dialect] Dor. [full] ὀπᾱδέω (v. ὀπηδός), used by Hom. only in [ per.] 3sg. [tense] pres. ὀπηδεῖ, and [tense] impf. ὀπήδει (without augm.): inf.A :—follow, accompany, attend, τινι Il. 2.184, 24.368, Pi.P.4.287 ; alsoἅμα τινί Od.7.165
, Hes.Th.80, h.Ap. l. c. ; μετά τινι, v. infr. 11.II of things (cf. ἕπομαι II), ἀνεμώλια γάρ μοι ὀπηδεῖ [ τόξα] useless do they go with me, Il.5.216 ;ἀρετὴν σὴν.., ἥ τοι ὀπηδεῖ Od.8.237
;ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ Il.17.251
, cf. Hes.Op. 142, 313, Thgn.933, etc. ;μετ' ἀνδράσι λιμὸς ὀπηδεῖ Hes. Op. 230
;μετ' ἴχνια Κύρνος ὀ. Call.Del.19
.—[dialect] Ep. Verb, rare in Trag., as ; ὀπαδοῦσ' prob. in Id.Ag. 426 (lyr.), and once in a late Pap., Sammelb.4324.11 (Tab. Defix.): ὀπαδός however is used by Trag. -
8 ὀπηδός
ὀπηδ-ός, ὁ, [dialect] Dor. [full] ὀπᾱδός, which is also the usual form in Trag. and Prose (v. infr.) (neither form occurs in Hom., though ὀπηδός may be inferred from ὀπηδέω),A attendant (cf. the Homeric ὀπάων), S.Tr. 1264 (anap.), E.Alc. 136 ; of body-guards, A.Supp. 985 : c. gen.,Πάν, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ Pi.Fr.95
;ἀοιδὰ στεφάνων ἀρετᾶν τε.. ὀ. Id.N. 3.8
; τέκνων ὀ., of a παιδαγωγός, E.Med.53 ; πυκνοστίκτων ὀ. ἐλάφων pursuing them, of Artemis, S.OC 1093 (lyr.) ;ἀστέρες.. νυκτὸς ὀ. Theoc.2.166
;τὴν Ἑκάτην ὀπαδὸν Ἀρτέμιδος εἶναι Phld.Piet.91
, cf. 33.II as Adj., c. dat., following, accompanying, attending,ἐγὼ Μούσῃσιν ὀπηδός h.Merc. 450
; πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις following the ways of sleep ( ὀπαδοῦσ' following on wing the ways of sleep, cj. Dobree), A.Ag. 426 (lyr.);σταγόνα σπονδῖτιν, θυέεσσιν ὀπηδόν AP 6.190
(Gaet.).—Poet. word, used by Pl.Phdr. 252c, Phlb. 63e, and in late Prose, Phld. (v. supr.), Plu.Alc.23, Jul.Or.4.157a ( ὀπηδός Ant. Lib.7.7). -
9 ὀπηδός
Grammatical information: m.Other forms: Dor. (also trag. a.o.) ὀπᾱδόςDerivatives: ὀπηδέω, ὀπαδέω `to attend, to go with' (Il., - εύω A. R.) with ὀπάδησις f. `attendance' (Criton ap. Stob.), ὀπηδητήρ σύνοδος, ἀκόλουθος H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: As ὀπηδός can hardly be separated from the synonymous ὀπάων, one thinks of an anlysis ὀπη-δός ( ὀπ-ηδός?); such a formation, esp. of a nom. agentis, is however unknown (but several in - ηδών). Against direct connection with ὀπάζω (ὀπᾱδός backformation?; suggestion of Kronasser in Haas Μνήμης χάριν 1, 132) speaks the diff. quantity of the vowel; not better Prellwitz Glotta 19, 98 after Bezzenberger BB 24, 321: *ὀπᾱδ old abl. of *ὀπά f. `followers, suite'. -- Perhaps with Sapir Lang. 10, 274ff. a.o. from Hitt. ḫapatiš `obedient, subject, servant', s. Schwyzer 508 n. 6, Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 19. This would mean a loan from a foreign language; so it could as well be Pre-Greek. - On ὀπάων, ὀπαδός in trag. Björck Alpha impurum 109 f. Older attempts in Bq.Page in Frisk: 2,402-403Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀπηδός
См. также в других словарях:
οπαδός — ο, η (Α ὀπαδός, ιων. τ. ὀπηδός) αυτός που συμπορεύεται, συνοδοιπόρος, ακόλουθος νεοελλ. αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, θιασώτης αρχ. 1. σωματοφύλακας («ἐμοὶ δ ὀπαδοὺς τούσδε καὶ… … Dictionary of Greek
οπαδός — ο 1. ακόλουθος, συμπαραστάτης, σύντροφος. 2. ομοϊδεάτης, θιασώτης, υπέρμαχος, υποστηριχτής: Οι οπαδοί του κόμματος, της θεωρίας κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπαδός — ὀπᾱδός , ὀπηδός attendant masc/fem nom sg (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσουλμάνος — Οπαδός της ισλαμικής θρησκείας. Η λέξη προέρχεται από την αραβική μούσλιμ, μετοχή του ρήματος άσλαμα, που σημαίνει «παραδίδομαι στον θεό»· κατά συνέπεια, μουσουλμάνος σημαίνει «αυτός που παραδίδεται στον θεό, αυτός που δέχεται το Ισλάμ» (την… … Dictionary of Greek
πατρόφιλος — Οπαδός του αρειανισμού που ανέπτυξε τη δράση του τον 4o αι. και ο οποίος είχε γράψει επιστολή στον επίσκοπο Aλεξανδρείας Αλέξανδρο με την οποία υπερασπιζόταν τον ‘Aρειο. Ο Π. καταγόταν από τη Σκυθόπολη, όπου είχε πολλούς ομοϊδεάτες. Το γεγονός… … Dictionary of Greek
πραγματιστής ο — οπαδός του πραγματισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αλλόδοξος — η, ο (Α ἀλλόδοξος, ον) νεοελλ. 1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος 2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος αρχ. 1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι 2. οπαδός άλλης σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + δοξος < δόξα … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek