Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὑρίσκεται

  • 1 ευρισκω

        (fut. εὑρήσω, aor. 2 εὗρον и ηὗρον, pf. εὕρηκα; pass. fut. εὑρεθήσομαι, aor. εὑρέθην, pf. ηὕρημαι) тж. med.
        1) находить, обнаруживать
        

    (θησαυρόν Arst.; χρυσοῦν δακτύλιον Luc.)

        εὗρεν Κρονίδην Hom. (Фетида) разыскала Кронида

        2) находить, получать, снискивать, (при)обретать
        

    (δόξαν, med. κλέος Pind.; med. τιμωρίην Her.; med. ὠφελίαν τινὰ ἀπό τινος Thuc.; ἀτέλειαν Xen.; med. Dem.; χάριν παρά τινι NT.)

        κακὸν εὗρε и εὕρετο Hom. — его постигло несчастье;
        δίκην εὗρε Plut. — ему было предъявлено обвинение;
        τὰ ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται Soph. — дела находят себе выражение в словах;
        δεινὰ εὑρεῖν πάθη πρός τινος Soph.тяжело пострадать по чьей-л. вине;
        εὑρέσθαι τι παρά τινος Lys.добиться чего-л. от кого-л.

        3) находить, открывать, придумывать, изыскивать
        

    (μῆχός τι Hom.; ὁδόν Pind.; ἐξ ἀμηχάνων πόρους Aesch.; πημάτων ἄρηξιν Soph.; τὸ φάρμακόν τινος Plat.)

        4) изобретать
        

    (τὸν βάρβιτον Pind.; ὀχήματα Aeschin.)

        5) находить, обнаруживать, считать

    (τοὺς θεοὺς κακούς Soph.)

    ; pass. обнаруживаться, оказываться
        

    ἢν εὑρεθῇ λέγων σοὴ ταὐτά Soph. — если окажется, что он говорит то же самое, что и ты;

        ἀδικοῦσα ἡμῶν οὐδὲν ἧσσον ηὑρέθη Eur. — оказалось, что она виновата не менее, чем мы

        6) задумывать, замышлять
        

    (φόνον τινί Eur.)

        7) ( о товаре) приносить (ту или иную) выручку, т.е. продаваться (за известную цену)
        

    εὑ. πολλόν (sc. χρυσίον) Her. — продаваться за большие деньги;

        ἀποδίδοσθαι τοῦ εὑρόντος Xen. или τοῦ εὑρίσκοντος Aeschin.продаваться за любую цену

    Древнегреческо-русский словарь > ευρισκω

  • 2 διέξοδος

    η прям., перен. выход;
    δάσος άνευ διεξόδου непроходимый лес;

    δίδω διέξοδο στο αίσθημα — дать выход чувству;

    άλλη διέξοδος δεν υπάρχει — другого выхода нет;

    ουδεμία διέξοδος ευρίσκεται εκ... — нет никакого выхода из...;

    διέξοδος εμπορική — экспорт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διέξοδος

  • 3 στάση

    [-νς (-εως)] η
    1) забастовка, стачка;

    στάση εργασίας — кратковременное прекращение работы, кратковременная забастовка;

    κατεβαίνω σε στάση εργασίας — устраивать кратковременную забастовку;

    κηρύττω στάση εργασίας — объявлять кратковременную забастовку;

    2) восстание; мятеж; бунт;
    3) положение тела, поза;

    παίρνω στάση — принимать позу;

    στάση προσοχής — спорт., воен, стойка; — стойка смирно;

    4) позиция, поведение, отношение;

    κρατώ καλή στάση. — занимать правильную позицию; — поступать правильно;

    5) остановка разя, знач); стоянка (транспорта); привал (воен. спорт.);

    κάνω στάση — де- лать остановку;

    στάση ολίγων λεπτών — остановка на несколько минут;

    τό στράτευμα ευρίσκεται εν στάσει — войско находится на привале;

    ωρία ( — или ωριαία) στάσις — привал через каждые пятьдесят минут пути;

    6) перен. приостановка, прекращение; неподвижность, застой;

    στάση πληρωμών — прекращение платежей;

    στάση του αίματος — застой крови;

    στάση των ουρών — задержка мочи;

    7) постоянство, твёрдость;

    δεν έχει στάση στίς γνώμες του — у него нет постоянства во взглядах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στάση

См. также в других словарях:

  • εὑρίσκεται — εὑρίσκω find pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обрѣтатисѧ — ОБРѢТА|ТИСѦ (171), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Быть находимым, обнаруживаться, отыскиваться: Тако же годѣ ѥсть о младеньциихъ елишьды не обрѣтаютьсѧ извѣстии послѹси си˫а вѣрьно крьщены гл҃юще быти. (μή εὑρίσκονται) ΚΕ XII, 140а; доилищи [в др. сп. доилици] …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… …   Wikipedia

  • обрѣстисѧ — (475), ОБРѦЩ|ОУСѦ, ЕТЬСѦ гл. 1.Быть найденным, обнаружиться. отыскаться: Иже причьтьникъ въ кърчьмьници обрѧштетьсѧ ѣдыи. да отълѹченъ бѹдеть. (εἰ... φωραϑείη ἐσϑίων) КЕ XII, 17б; възискаѥми бѣша старьци ѿ новы германовы вътороѥ и третиѥѥ и не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • OPSIANUS Lapis — Graecis Ο῾ψιανὸς, apud Auctorem Peripli, Α῞μμος ἐςτὶ πολλὴ κεχυμένη, καθ᾿ ἧς εν βάθει κεχωσμένος ἑυρίσκεται ὁ ὀψςανὸς λίθος, εν ἐκείνῃ μόῃ τοπικᾶς γενόμενος, Subulum est multum congestum, in quo profunde obrutus reperitur. Opsianus lapis, in illa …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενδιάθετος — η, ο (AM ἐνδιάθετος, ον) 1. αυτός που ευρίσκεται ή γίνεται μέσα στην ψυχή χωρίς να εκφράζεται («ενδιάθετος λόγος») 2. εκείνος που προέρχεται από τη νόηση 3. έμφυτος, φυσικός 4. φρ. «ἐνδιάθετα βιβλία τής Ἁγίας Γραφῆς» τα αναγνωρισμένα ως κανονικά… …   Dictionary of Greek

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

  • νήστιδα — η (Α νῆστις, ιος και ιδος) ανατ. το τμήμα τού λεπτού εντέρου μετά το δωδεκαδάκτυλο, μήκους 1,40 περίπου μέτρων, το οποίο μεταπίπτει χωρίς σαφή όρια στον ειλεό και που έλαβε την ονομασία αυτή επειδή, κατά τον Γαληνό, στα πτώματα «διὰ παντὸς… …   Dictionary of Greek

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

  • Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… …   Dictionary of Greek

  • Χατζιδάκις, Γεώργιος — (Μύρθιο, Κρήτη 1848 – Αθήνα 1941). Έλληνας γλωσσολόγος. Αδελφός του Ιωάννη X., ενώ τελείωσε την εγκύκλια μόρφωση του στα 25 του χρόνια (1873), οι λαμπρές πανεπιστημιακές σπουδές του (1873 77) στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»