Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐλογ-έω

См. также в других словарях:

  • εὔλογ' — εὔλογα , εὔλογος reasonable neut nom/voc/acc pl εὔλογε , εὔλογος reasonable masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροφανός — όν, Μ (το ουδ. στον υπερθ. ως επίρρ.) σταυροφανώτατον φανερώνοντας, προαναγγέλοντας ολοφάνερα τον σταυρό («Δαβίδ... περιεκτικώτατον και σταυροφανώτατον, συγκαλεῑται τὸ κήρυγμα», Ευλόγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + φαίνω] …   Dictionary of Greek

  • σωματέμψυχος — ον, Μ αυτός που έχει και σώμα και ψυχή («ὁ λόγος ἑαυτῷ ἥνωσε τὴν ἡμετέραν σωματέμψυχον φύσιν οὐκ ἄψυχον», Ευλόγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ἔμψυχος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»