-
1 ευλογίστου
-
2 εὐλογίστου
-
3 εὐλόγιστος
εὐλόγ-ιστος, ον,A easily computed, hence of ratios, simple, Arist.Sens. 439b32; opp. περιττός, Id.Metaph. 1092b27;πληθύς D.H.4.15
.2 well-weighed,αἰτίαι Id.1.4
; well-calculated, reasonable,ὁδός Id.5.55
; rational,ἐκλογή Antip.Stoic.3.253
, Chrysipp.ib. 46;λόγος Phld.Rh.2.160
S.;τῶν ἀλγεινῶν ὑπομονή Hierocl. in CA11p.441M.
II [voice] Act., calculating well or rightly: hence, prudent, circumspect, ἀνδρὸς τὸ κρατέειν (sc. θυμοῦ)εὐλογίστου Democr.236
, cf. Arist. Rh. 1385b27, Plb.10.2.7, Phld.Ir.p.81 W., etc.: [comp] Sup., Ph.1.644; τὸ εὐ, = εὐλογιστία, Arr.Epict.1.11.17, Ps.-Dsc.1.103. Adv. - τως rationally, opp. ἀλογίστως, Epicur.Ep.3p.66U.; prudently, wisely,κεχρῆσθαι τοῖς καιροῖς Plb.18.33.7
([comp] Sup.);εὐ. φέρειν D.H.4.21
, cf. Arr.Epict. 3.2.2, M.Ant.8.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐλόγιστος
См. также в других словарях:
εὐλογίστου — εὐλόγιστος easily computed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλόγιστος — εὐλόγιστος, ον (Α) 1. αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται εύκολα 2. (για αριθμούς) α) απλός («ἐν ἀριθμοῑς εὐλογίστοις», Αριστοτ.) β) και σε αντίθεση με το περιττός («ἐν ἀριθμῷ... ἤ ἐν εὐλογίστῳ ἤ ἐν περιττῷ», Αριστοτ.) 3. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek