-
41 ὥρα
ὥρα or [full] ὤρα (B), only in [dialect] Ion. form [full] ὥρη, or [full] ὤρη, some part of a sacrificial victim,Aλάψεται γλῶσσαν, ὀσφῦν δασέαν, ὤρην SIG1037.2
(Milet., iv/iii B.C.); τοὺς Ἴωνας λέγειν φασὶ τὴν κωλῆν ὥρην καὶ ὡραίαν Sch.HQ Od.12.89: but distd. fr. κωλῆ, λάψεται.. κωλῆν ἀντὶ τῆς ὤρης SIGl.c.5; cf. ἄωρος(B). (Perh. cogn. with Lat. sūra.)------------------------------------ὥρα (C), [dialect] Ion. [full] ὥρη, ἡ: [dialect] Ep. gen. pl. ὡράων, [dialect] Ion. ὡρέων: loc. pl. ὥρασι, q. v.A any period, fixed by natural laws and revolutions, whether of the year, month, or day (the sense 'day' is implied in the compd. ἑπτάωρος, q. v.),νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ X.Mem. 4.7.4
, cf. E.Alc. 449(lyr.), Pl.R. 527d;τοῦ γνώμονος ἡ σκιὰ ἐπιοῦσα ἐπὶ τὰς γραμμὰς σημαίνει τὰς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ τῆς ἡμέρας IG12(8).240
([place name] Samothrace): but specially,I in Hom., part of the year, season; mostly in pl., the seasons, , 19.152;ἀλλ' ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος, καὶ ἐπήλυθον ὧραι 11.295
, 14.294;ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ' ἔτραπον ὧραι 10.469
, cf. Hes. Th. 58;Διὸς ὧραι Od.24.344
, cf. Pi.O.4.2; , cf. 1.32;δυώδεκα μέρεα δασαμένους τῶν ὡρέων ἐς [τὸν ἐνιαυτόν] Id.2.4
; οὐ μεταλλάσσουσι αἱ ὧραι ib.77;περιτελλομέναις ὥραις S.OT 156
(lyr.); πάσαις ὥραις at all seasons, Id.Fr.592.6 (lyr.), Ar.Av. 696 (anap.);ὧραι ἐτῶν καὶ ἐνιαυτῶν Pl.Lg. 906c
, cf. Smp. 188a, etc.;τῆς.. ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ ταύτης οὔσης, ἐν ᾗ ἀσθενοῦσιν ἄνθρωποι μάλιστα Th.7.47
; χαλεπὴ ὥ. a bad season, Pl.Prt. 344d;ἀ δ' ὤρα χαλέπα Alc.39
; ἡ ὥ. αὕτη this season, X.Cyn.7.1, cf. 5.6; κατὰ τὰς ὥρας according to the seasons, Arist.GA 786a31;οἱ περὶ τὴν ὥραν χρόνοι Id.Pol. 1335a37
.—Hom. and Hes. distinguish three seasons, and express each by the sg. ὥρη, with a word added to specify each:a spring,ἔαρος.. ὥρη Il.6.148
;ὥρη εἰαρινή 2.471
, 16.643, Od.18.367, etc.; so in Trag. and [dialect] Att., ἦρος ὥρα or ὧραι, Ar.Nu. 1008 (anap.), E.Cyc. 508 (lyr.); ; (lyr.); v. infr. 2.c winter,χείματος ὥρη Hes.Op. 450
;ὥρῃ χειμερίῃ Od.5.485
, Hes.Op. 494; χειμῶνος ὥρᾳ in winter, And.1.137;χιονοβόλος Plu.2.182e
.—A. also names three seasons, Pr. 454sq.; an Egyptian division of the year, acc. to D.S.1.26.—A fourth first appears in Alcm.76, θέρος καὶ χεῖμα κὠπώραν τρίταν καὶ τέτρατον τὸ ϝῆρ; and in Hp.Vict.3.68,χειμών, ἦρ, θέρος, φθινόπωρον; ὥρας φαίνομεν ἡμεῖς ἦρος χειμῶνος ὀπώρας Ar.Av. 709
(anap.); τετράμορφοι ὧραι E(?).Fr. 943 (hex.): later, seven seasons are named,ἔαρ, θέρος, ὀπώρα, φθινόπωρον, σπορητός, χειμών, φυταλιά Gal.17(1).17
.2 esp. prime of the year, springtime,ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Od.9.51
, cf. Il.2.468;παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν Th.4.6
.b in historians, the campaigning season,τὸν τῆς ὥρας εἰς τὸν περίπλουν χρόνον X.HG6.2.13
; esp. in the phrase ὥρα ἔτους, Th.2.52, 6.70, Pl.Phdr. 229a, Lg. 952e, D.50.23, Thphr.CP3.23.2; εἰς ἔτους ὥραν next season, Plu.Per.10.3 the year generally,τῆς ὥρης μέσον θέρος Hdt.8.12
; ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ last year, D.56.3; εἰς ὥρας next year, Philem.116, Pl.Ep. 346c, LXX Ge.18.10, AP11.17 (Nicarch.), cf. Plu.Ages.22; also hereafter,E.
IA 122 (lyr.);ἐς τὰς ὥρας τὰς ἑτέρας Ar.Nu. 562
(lyr.);ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας Id.Th. 950
(anap.); κἠς ὥρας κἤπειτα next year and for ever, Theoc.15.74; alsoὥραις ἐξ ὡρᾶν Isyll.25
; cf. ὥρασιν.4 in pl., of the climate of a country, as determined by its seasons, Hdt.1.142, cf. 149, 4.199 (here perh. three harvest seasons);τὰς ὥ. κάλλιστα κεκρημένας Id.3.106
; cf. Pl.Criti. 111e, Phd. 111b; climatic conditions, Hdt.2.26.II time of day,νυκτὸς ἐν ὥρῃ h.Merc.67
, 155, 400; αἱ ὧ. τῆς ἡμέρας the times of day, i.e. morning, noon, evening, and night, X.Mem.4.3.4; δι' ὥραν ἡμέρας by the time of day (fixed for meetings), D.Prooem.49, etc.;πᾶσαν ὥ. τῆς ἡμέρας Arist.Mete. 371b31
;μεσονυκτίοις ποθ' ὥραις Anacreont.31.1
: without ἡμέρας orνυκτός, ἑκάστης ἡμέρας μέχρι τρίτου μέρους ὥρας Pl. Lg. 784a
;τῆς ὥρας μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου X.HG7.2.22
; ψευσθεὶς τῆς ὥ. having mistaken the hour, And.1.38; ἐποίησαν ἔξω μέσων νυκτῶν τὴν ὥραν, i.e. they prolonged the day beyond midnight, D.54.26;τῆς ὥρας ἐγίγνετ' ὀψέ Id.21.84
;ὀψίτερον τῆς ὥ. PTeb. 793 xi 12
(ii B. C.); it being late,Plb.
5.8.3;ἤδη ὥρα πολλή Ev.Marc.6.35
; ἄχρι πολλῆς ὥρας till late in the day, D.H.2.54.b duration, interval or lapse of time,μετὰ ἱκανὴν ὥραν τοῦ κατενεχθῆναι τὸν πέλεκυν ἐξακούεται ἡ τῆς πληγῆς φωνή S.E.M.5.69
; length of time, term, Ἄρτεμις ἐννέ' ἐτῶν δεκάδας βίον Ἀρτεμιδώρῳ ἔκχρησεν, τρεῖς δ' ὥραι(date.)ἔτι προσέθηκε Προνοίη IG12(3).1350.3
(Thera, ii B. C.); ἐπὶ πολλὴν ὥ. for a long time, J.AJ8.4.4.2 the νυχθήμερον was prob. first divided into twenty-four hours by Hipparch., ἐν πόσαις ὥραις ἰσημεριναῖς (equinoctial hours) , cf. Ptol.Alm.3.9, 4.9, al.b in ordinary life the day from sunrise to sunset was divided into twelve equal parts called ὧραι ( ὧραι καιρικαί when it was necessary to distinguish them from the ὧραι ἰσημεριναί, v. καιρικός 2 c),ἡμέρα ἡ.. δωδεκάωρος, τουτέστιν ἡ ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι δύσεως S.E.M.10.182
;οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; Ev.Jo.11.9
;ὡράων ἀμφὶ δυωδεκάδι AP9.782
(Paul.Sil.); the time of day was commonly given without the Art.,ὥρᾳ ᾱ PHamb.1.96.3
(ii A. D.),τρίτης ὥρας Plu.Rom.12
; ὀγδόης, ἐνάτης, δεκάτης ὥ., Id.Alex.60, Aem.22, Ant.68, etc.; but we have περὶ τὴν τρίτην ὥραν, περὶ τὴν ἑνδεκάτην, Ev.Matt.20.3,6, beside περὶ ἕκτην καὶ ἐννάτην ὥ. ib.5;χθὲς ὥραν ἑβδόμην Ev.Jo.4.52
, cf. IG5(1).1390.109 (Andania, i B. C.), etc.; ἐρωτᾷ σε Χαιρήμων δειπνῆσαι.. αὔριον, ἥτις ἐστὶν ιε, ἀπὸ ὥρας θ ¯ - to-morrow the 15th at 9 o'clock, POxy.110 (ii A. D.): prov., δωδεκάτης ὥ., as we say 'at the eleventh hour', Plu.Crass.17.cτὰ δυώδεκα μέρεα τῆς ἡμέρης παρὰ Βαβυλωνίων ἔμαθον οἱ Ἕλληνες Hdt. 2.109
; here ἡμέρη means the νυχθήμερον, and the μέρεα were each = 2 ὧραι ἰσημεριναί; these double hours (Assyr. kaš-bu) are called ὧραι by Eudox.,ἥμισυ ζῳδίου.., ὅ ἐστιν ὥρας ἥμισυ Ars14.11
, cf. 16.2; cf.δωδεκάωρος 11
.III Astrol., degree of the zodiac rising at the nativity (cf.ὡρονόμος 11
,ὡροσκόπος 11
), ὥ. μεροποσπόρος, τεκνοσπόρος, Man.4.577, 597; ἐξ ὥρης ἐσορῶν Ζεὺς Ἑρμείην Jupiter in the ascendant in aspect with Mercury, Id.3.186, cf. 32, al.B the fitting time or season for a thing (mostly without Art., even in [dialect] Att.), freq. in Hom. (v. infr.);ὥρα συνάπτει Pi.P.4.247
;ὧραι ἐπειγόμεναι Id.N.4.34
;ὅταν ὥ. ἥκῃ X.Mem.2.1.2
; but with Art.,τῆς ὥ. ἐνθυμεῖσθαι Id.Cyn.8.6
: freq. in later writers,τῆς ὥρας ἐπιγενομένης Plb.2.34.3
, etc.2 c. gen. rei, ὥρη κοίτοιο, μύθων, ὕπνου, the time for bed, tale-telling, or sleep, Od.3.334, 11.379, cf. Hdt.1.10;ὥρη δόρποιο Od.14.407
;περὶ ἀρίστου ὥραν Th.7.81
, X.HG1.1.13;πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην Od.15.126
;ἐς γάμου ὥρην ἀπικέσθαι Hdt. 6.61
;γάμων ἔχειν ὥραν D.H.5.32
; so εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥκουσα time for a husband, Pl.Criti. 113d; ὥρη ἀρότου, ἀμήτου, Hes.Op. 460, 575;μέχρι ἀρότου ὥρης IG7.235.3
(Oropus, iv B. C.);καρπῶν ὧραι Ar.Ra. 1034
(anap.);ἡ ὥρα τῆς ὀχείας Arist.HA 509b20
; τοῦ φωλεύειν ib. 579a26, etc.; also ὥραν εἶχον παιδεύεσθαι I was of age to.. Is.9.28.3 ὥρα [ἐστίν] c. inf., it is time to do a thing,ἀλλὰ καὶ ὥρη εὕδειν Od.11.330
, cf. 373; so also in Trag. and [dialect] Att., E.Ph. 1584, Heracl. 288 (anap.), Ar.Ec.30, Pl.Prt. 361e, 362a; soδοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν X.An.1.3.11
, cf. HG7.2.13 (dub. l.): c. acc. et inf., , cf. S.OT 466 (lyr.): c. dat. et inf., X.Cyr.4.5.1, Pl.Tht. 145b: in these phrases the inf. [tense] pres. is almost universal; the [tense] aor., however, occurs in Od.21.428, S.Aj. 245 (lyr.), Ar.Ach. 393 (where also ἐστί is added to ὥρα, as in Philyll.3, ἀφαιρεῖν ὥρα 'στὶν ἤδη τὰς τραπέζας); and the [tense] pf. inὥρα πεπαῦσθαι Plu.2.728d
: sts. the inf. must be supplied,οὐδέ τί σε χρή, πρὶν ὥρη, καταλέχθαι Od.15.394
, cf. E.El. 112 (lyr.), Ar.Ec. 877; ὥρα κἠς οἶκον (i. e. ἰέναι εἰς οἶκον) Theoc.15.147.4 in various adverb. usages, at the right time,Hdt.
2.2, 8.19, X.Oec.20.16: but τὴν ὥ. at that hour, Hes.Sc. 401; ταύτην τὴν ὥραν at this season, X.Cyn.9.1;[ἡ ἶρις] πᾶσαν ὥραν γίγνεται τῆς ἡμέρας Arist.Mete. 371b31
;δείελον ὥρην παύομαι ἀμήτοιο A.R. 3.417
; ὥραν οὐδενὸς κοινὴν θεῶν at an hour.., A.Eu. 109, cf. E.Ba. 724, Aeschin.1.9; αὐτῆς ὥρας immediately, PMich. in Class.Phil.22.255(iii A. D.); ἐν ὥρῃ in due season, in good time, Od.17.176, Hdt. 1.31, cf. Pi.O.6.28, Ar.V. 242, etc.; also αἰεὶ εἰς ὥρας in successive seasons, Od.9.135; ἐς τὰς ὥρας for all time, Ar.Ra. 382 (lyr. cf. supr. A. 1.3) (hence in an acclamation [ε] ἰς ὥρας πᾶσι τοῖς τὴν πόλιν φιλοῦσιν hurrah for.., POxy.41.29 (iii/iv A. D.));οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥ. μὴ ἔλθοιεν Milet.2(3)
No.406, cf.ὥρασι; καθ' ὥραν Theoc.18.12
, Plb.1.45.4, cf. 3.93.6, etc.; opp.παρ' ὥρην AP7.534
(Alex.Aet. or Autom.), cf. Plu.2.784b, etc.:—πρὸ τῆς ὥρας X.Oec.20.16
;πρὸ ὥρας Luc.Luct.13
;πρὸ ὥρας τελευτῆσαι IG42(1).84.26
(Epid., i A. D.);πρὶν ὥρας Pi.P.4.43
(cf.πρίν A. 11.4
).II metaph., the spring-time of life, the bloom of youth, Mimn.3.1;ὥραν ἐχούσας A.Supp. 997
, cf. Th.13, 535;παῖδας πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.Av. 705
(anap.);πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ Pl.R. 474d
; οὐκ ἐνὥ., = πρεσβύτερος, Id.Phdr. 240d;ἐὰν ἐπὶ ὥρᾳ ᾖ Id.R. 474e
;ἕως ἂν ἐν ὥρᾳ ὦσι Id.Men. 76b
; παυσαμένου τῆς ὥ. prob. in Id.Phdr. 234a;ἀνθεῖν ἐν ὥ. Id.R. 475a
;τὴν ὥ. διαφυλάξαι ἄβατον τοῖς πονηροῖς Isoc.10.58
; λήγειν ὥρας, opp. ἀνθεῖν, Pl.Alc.1.131e;ἑς ἐπιγινόμενόν τι τέλος, οἷον τοῖς ἀκμαίοις ἡ ὥρα Arist.EN 1174b33
, cf. 1157a8.2 freq. involving an idea of beauty,φεῦ φεῦ τῆς ὥρας τοῦ κάλλους Ar.Av. 1724
(lyr.);ὥρᾳ.. ἡλικίας λαμπρός Th.6.54
;κάλλει καὶ ὥρᾳ διενεγκόντες Aeschin.1.134
, cf. ib.158;καλὸς ὥρᾳ τε κεκραμένος Pi.O.10(11).104
, cf. X.Mem. 2.1.22, Pl.Lg. 837b; quaestum corpore facere,Plu.
Tim..14, cf. X.Mem..1.6.13, Smp.8.21;τὴν ὥ. πεπωληκότες Phld.Rh.1.344
S.:—then,b generally, beauty, grace, elegance of style, D.H.Pomp.2, Plu.2.874b, etc.;γλυκύτης καὶ ὥ. Hermog.Id.2.3
, cf. Men.Rh.p.335 S., Him.Or.1.2; of beauty in general,χάρις καὶ ὥρα Plu.2.128d
.III = τὰ ὡραῖα, the produce of the season, fruits of the year,ἀπὸ τῆς ὥρας ἐτρέφοντο X.HG2.1.1
.C personified, αἱὯραι, the Hours, keepers of heaven's cloudgate, Il.5.749, 8.393; and ministers of the gods, ib. 433;Ζεῦ, τεαὶ.. Ὧραι Pi.O.4.2
; esp. of Aphrodite, h.Hom.6.5,12; also Ὧ. Διονυσιάδες, Καρνειάδες, Simon.148, Call.Ap.87; three in number, Eunomia, Dike, Eirene, daughters of Zeus and Themis, Hes.Th. 901;Ωραι πολυάνθεμοι Pi.O.13.17
, cf. Alex.261.6, Theoc.1.150, etc.: freq. joined with the Χάριτες, h.Ap. 194, Hes.Op.75; worshipped at Athens, Paus.9.35.1; at Argos, Id.2.20.5; at Attaleia, BMus.Inscr. 1044 (i B. C.). -
42 ῥήγνυμι
Aἀναρ- Hp.Flat.10
: [tense] impf.κατ-ερρήγνυε D.21.63
, etc.); later [full] ῥήσσω, Gal.10.640, Orib.Fr.93, Gloss.;ῥήσσεσθαι PHolm.6.3
, cf. 4.22; ἀπο-, δια-ρρήσσεσθαι, Hp.Int.17,42; [full] ῥήττω, Str.11.14.8, Dsc.4.150 (v.l. ῥήσσει), ([etym.] περι-) Id.2.98, 3.18 (v.l. περιρρήσσει); ῥήττεσθαι Bito 45.8
, Str.7.3.18: [dialect] Ep. [tense] impf.ῥήγνυσκε Il.7.141
: [tense] fut.ῥήξω 12.262
, Hdt.2.2, ([etym.] ἐκ-) S.Aj. 775: [tense] aor.ἔρρηξα Il.3.348
, Pi.N.8.29, Ar.Nu. 960;ῥῆξα Il.6.6
: [tense] pf. ἔρρηχα ([etym.] δι-) LXX 2 Ki.14.30, 15.32:—[voice] Med. ῥήγνῠμαι, [tense] fut. ῥήξομαι, [tense] aor. ἐρρηξάμην, all in Il. (12.257, 224, 291), [tense] pres. also in Hp.VC4,12: [tense] aor. , ([etym.] κατ-) X.Cyr.3.1.13; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.ῥήξαντο Il.11.90
:—[voice] Pass., subj.ῥήγνῡται Hippon.19.4
: [dialect] Ep. [ per.] 3sg. [tense] impf.ῥηγνύατο Arat.817
: [tense] fut.ῥᾰγήσομαι Plu.2.668a
, ([etym.] διαρ-, ἐκ-) Ar.Eq. 340, A.Pr. 369, etc.: [tense] aor. ἐρράγην [ᾰ] S.Fr. 578, Ar.Nu. 583, etc.; later ἐρρήχθην, Tryph.11; δια-ρρηχθῇ (v.l. -ρραγῇ) Hp.Int.29: [tense] pf. ἔρρηγμαι ([etym.] συν-) Od.8.137; but intr. [tense] pf. ἔρρωγα is more freq., v. infr. c. 1; [tense] pf. part. fem. ἐρρηγεῖα, v. infr. c. 2; masc. pl.κατ-ερρηγότας Hsch.
The word is hardly used by correct [dialect] Att. Prose-writers, exc. in [voice] Pass.:—break asunder, rend, shatter,τεῖχος Il.12.198
;πύλας 13.124
;σάκος 21.165
;θώρηκας 2.544
;ἱμάντα 3.375
;νευρήν 8.328
;ὀστέον 20.399
;χρόα 23.673
; only once in Od., :—later, esp. rend garments, in sign of grief,ῥ. πέπλους A.Pers. 199
, 468; ῥ. ἕλκεα make grievous wounds, Pi.N.8.29; ῥ. ὀστᾶ, σάρκας, E.HF 994, Ba. 1130;ἀρότροις γῆς δάπεδον Ar.Pl. 515
: in [dialect] Ion. and later Prose,ῥήγνυσι.. τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χιτῶνα Hp.VM19
;ῥήττειν νευράν Str.15.1.57
;τὰ δεσμά Luc.DDeor.17.1
;τὰς πύλας Id.Par.46
;μὴ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς Ev.Matt.7.6
:—[voice] Med., break for oneself, get broken,ὄρνυσθ'.. ῥήγνυσθε δὲ τεῖχος Il.12.440
, cf. 224, 257, 291:—[voice] Pass., v. infr. B.2 break a line of battle or body of men, ῥ. φάλαγγα, ὅμιλον, στίχας ἀνδρῶν, Il.6.6, 11.538, 15.615; τὸ μέσον ῥῆξαι break through the centre, Hdt. 6.113: abs., ἐρρηξάτην ἐς κύκλα.. ὅπλων broke through, S.Fr.210.9:— [voice] Med., ῥήξασθαι φάλαγγας, στίχας, break oneself a way through the lines, Il.11.90, 13.680, cf. E.Heracl. 835;ῥηξαμένῳ θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον Il.12.411
.4 after Hom., ῥῆξαι φωνήν let loose the voice, of children and persons who have been dumb or silent, break into speech, speak out, Hdt.1.85, 2.2, 5.93, cf. Ar.Nu. 357, 960;ῥῆξαι αὐδήν E.Supp. 710
; later ῥήξασθαι φωνήν, θρόον αὐδῆς, φθόγγον, utter, AP5.221 (Agath.), 7.597 (Jul.), 9.61: abs., ῥῆξον καὶ βόησον cry aloud, LXXIs.54.1; v. infr.c.5 also δακρύων ῥήξασα.. νάματα having let loose, having burst into floods of tears, S.Tr. 919; κλαυθμὸν ῥ. Plu.Per.36;ῥ. τὰ ὄρη εὐφροσύνην LXX Is.49.13
;ῥήγνυσι πηγὰς ὁ χῶρος Plu.Mar.19
;ῥ. νεφέλην ἔς τινας Philostr.Im.2.27
; v. infr. B.B [voice] Pass., break, break asunder, burst,κῦμα ῥήγνυτο Il.18.67
;κῦμα.. χέρσῳ ῥηγνύμενον 4.425
, Hes.Sc. 377; of clouds, Ar.Nu. 378; ῥαγῆναί τι τῆς γῆς, as in an earthquake, Pl.R. 359d;ῥαγεῖσα Θηβαίων κόνις S.Fr. 958
;ἱμάτια ῥαγέντα X.Cyr.1.6.16
; ; ῥήττονται ὑδρίαι (by the cold) Str.7.3.18; τοῖς βασκάνοις εἶναι ῥήγνυσθαι may the envious burst, Aristid.Or.50 (26).69;τοῖς εἴ τις εὐδοκιμήσειεν ἐπί τῳ ῥηγνυμένοις Lib.Or.29.13
, cf. Or.1.207.2 burst forth, like lightning, βροντὴ δ' ἐρράγη δι' , Ar.Nu. 583, cf. Plu.2.919b; soκαταμηνίων ῥαγέντων Hp.Aph.5.32
, cf. Nat.Mul.13, Arist.HA 582b10, etc.3 of ships, to be wrecked, D.56.21: metaph.,πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων A.Ag. 505
.4 of a stone, γράμματι ῥηγνύμενον scored with lettering, i.e. inscribed, Puchstein Epigr.Gr.p.76 (Memphis, i B.C.).C intr., like [voice] Pass., break or burst forth,ἔρρηξεν ἔμετος Hp.Epid. 4.24
;τὸ πνεῦμα ῥήγνυσι Id.Nat.Puer.12
; : metaph.,ὁποῖα χρῄζει ῥηγνύτω S.OT 1076
(in answer to the words δέδοιχ' ὅπως μὴ.. ἀναρρήξει κακά): freq. in this signf. in [tense] pf. ἔρρωγα, to have broken out,ἔρρωγε παγὰ δακρύων Id.Tr. 852
(lyr.): metaph.,κακῶν πέλαγος ἔρρωγεν A.Pers. 433
;τάδ' ἐκ δυοῖν ἔρρωγεν.. κακά S.OT 1280
;σοὶ τάδ' ἔρρωγεν κακά E.Hipp. 1338
; broken, disjointed,Com.Adesp.
661.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥήγνυμι
См. также в других словарях:
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
άμφω — ἄμφω, τώ, τά, τὼ και οἱ, αἱ, τὰ (Α) (για άτομα, στρατούς ή έθνη) και οι δύο, και τα δύο, αμφότεροι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά και σε γενική και δοτική δυϊκού ως ἀμφοῖν. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μονό σε ονομαστική και αιτιατική, κυρίως για τα μέρη… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
Αμφίποδα — (amphipoda).Επιστημονική ονομασία αρθρoπόδων μαλακοστράκων που ζουν στις θάλασσες, στις λίμνες, στους ποταμούς, σε αμμώδεις ακτές, σε σπήλαια και σε υγρά μέρη πολλών τροπικών νησιών. Είναι γνωστά περίπου 4.600 είδη. Αφθονούν σε ορισμένες ακτές σε … Dictionary of Greek
τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… … Dictionary of Greek
Αμφίνευρα — (ampineura). Ομοταξία μαλακίων. Περιλαμβάνει τα πιο πρωτόγονα μαλάκια, που μοιάζουν χαρακτηριστικά με τους δακτυλιοσκώληκες. Ζουν στις ακτές της θάλασσας και σε διάφορα βάθη από 2.000 4.000 μ. Έρπουν πάνω στα στερεά αντικείμενα του πυθμένα ή… … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek